Έρωτας, ζήλεια όνειρο!
Στο βάθος φαίνεται το Μπούρτζι και κάτω από τα πόδια μου απλώνεται το Ναύπλιο. Το βλέμμα μου αγκαλιάζει όλη την πόλη και τη χαϊδεύει με αγάπη, με ευγνωμοσύνη. Την πόλη που πριν τρία ακριβώς χρόνια σημάδεψε τη ζωή μου. Τότε που ήμουν απλά η Δανάη—ένα κορίτσι γεμάτο φοβίες και αναστολές, κλεισμένο στον εαυτό του. Δεν θυμάμαι άλλα από εκείνη τη Δανάη είναι σαν να μην ήμουν εγώ. Γιατί εγώ γεννήθηκα ακριβώς τη μέρα που πρωτοείδα το Ναύπλιο.
5/8/1987.
— Δανάη, κόψε ταχύτητα, μπαίνουμε στο Ναύπλιο. Να το δούμε και λίγο!
— Ναι, να κάνουμε μια βόλτα στην πόλη με το αυτοκίνητο πριν πάμε στο ξενοδοχείο.
— Εντάξει κορίτσια, αφού με πείσατε να έρθω μαζί σας, τώρα μπορείτε να ζητάτε ό,τι θέλετε.
— Ακούς Σόφη? Λες και κάναμε άσχημα που την πείσαμε…
— Μην της δίνεις σημασία Ρένα, δεν θα παραπονιέται για πολύ. Σε λίγο θα της αρέσουν τα πάντα.
Προφητική κουβέντα, όπως αποδείχθηκε.
— Κοιτάξτε εκεί! Έχει μαζευτεί κόσμος. Είναι και η τροχαία. Ίσως έγινε κανένα ατύχημα.
— Ο τροχονόμος μας κάνει νόημα να στρίψουμε. Σταμάτα να τον ρωτήσουμε τι συμβαίνει.
Σταμάτησα.
— Καλημέρα, ατύχημα έχει γίνει;
Ο τροχονόμος γέλασε:
— Ακόμα όχι, αλλά με τέτοιο στριμωξίδι όλο και να το περιμένεις…
Κοιταχτήκαμε.
— Και γιατί στριμώχνονται;
— Γυρίζουν μια ταινία με τον Παύλο Αλεξίου και την Υβόννη Πέππα.
— Τον Παύλο Αλεξίου? φώναξε η Σόφη, ενώ η Ρένα που καθόταν στο πίσω κάθισμα, με χτυπούσε στην πλάτη.
— Σταμάτα! Σταμάτα, Δανάη, να πάμε κι εμείς. Αυτός αρέσει ακόμα και σε σένα!
Δεν χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια για να με πείσουν. Πάρκαρα όπως-όπως το αυτοκίνητο και τρέξαμε να πάρουμε κι εμείς μέρος στο στριμωξίδι. Ήταν δύσκολο να πλησιάσουμε, αλλά σπρώχνοντας κάτι καταφέραμε.
— Αχ, και να ‘μουν η Υβόννη Πέππα… —μονολόγησα.
Η Ρένα με κοίταξε έκπληκτη:
— Δανάη! Τι είναι αυτά; Εκτροχιάζεσαι!
— Ας μου έβρισκες τόσο καιρό έναν άντρα σαν κι αυτόν και θα ήμουν ήδη εκτροχιασμένη!
— Έλεος, τι λέει αυτή; —έκανε η Σόφη.
Η Ρένα γέλασε δυνατά και κάποιοι μας έκαναν παρατήρηση.
Προσπαθήσαμε να πλησιάσουμε περισσότερο. Τώρα έβλεπα πολύ καλά. Ο Αλεξίου μιλούσε έντονα στην Πέππα· τσακώνονταν. Το απαιτούσε ο ρόλος τους βέβαια.
— Να φύγεις. Δεν θέλω να σε ξαναδώ! —είπε εκείνη.
— Πολύ ωραία. Πάρα πολύ ωραία —είπε εκείνος και γύρισε να φύγει.
Ο δρόμος που πήρε όμως τον έφερνε κατευθείαν σε μένα. Θεέ μου, τα μάτια του… Αυτά τα γλυκά, λαδιά μάτια καρφώθηκαν στα δικά μου. Με κοίταζε—ναι, ναι, εμένα.
— Στάσου! —φώναξε εκείνη.
— Μπα! Το μετάνιωσες και θέλεις να με ξαναδείς; —απάντησε εκείνος, μα μπήκε στη μέση ο σκηνοθέτης:
— Παύλο, θα σταματήσεις, θα κάνεις μεταβολή και τότε θα πεις τα λόγια σου. Θα την κοιτάζεις.
Εκείνος όμως συνέχιζε να κοιτάζει εμένα κι εγώ, σαν χαμένη, δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω του.
— Εντάξει, ξαναγυρνάμε —ακούστηκε να λέει ο σκηνοθέτης.
Ο Παύλος άρχισε πάλι να παίζει, μα προσπαθούσε να με έχει πάντα στο οπτικό του πεδίο.
— Διάλειμμα, παιδιά!
Έμεινα ακίνητη. Τον είδα να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μου. Στάθηκε μπροστά μου, χωρίς να μιλάει. Μόνο με κοίταζε. Κι εγώ… εγώ χάθηκα μέσα σ’ εκείνη τη λαδιά θάλασσα.
Και τότε άκουσα τη φωνή του—τη φωνή που είχα ακούσει ξανά και ξανά σε τόσες ταινίες—να μιλάει σε μένα. Μόνο σε μένα.
— Το βράδυ, στις δώδεκα, κάτω από το Κάστρο.
— Ναι —είπα, γιατί δεν υπήρχε τίποτα άλλο που θα μπορούσα να πω. Εγώ, η Δανάη, ένα κορίτσι κλειστό, γεμάτο φοβίες κι αναστολές, δεν είχα άλλη απάντηση σε αυτό το κάλεσμα, εκτός από αυτό που όλο μου το είναι φώναζε: «Ναι».
Είδα μια φιγούρα μέσα στο σκοτάδι και την αναγνώρισα. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει και τα γρήγορα βήματά μου με έφεραν κοντά του. Άπλωσε τα χέρια του κι εγώ, σε μια άνευ όρων παράδοση, χώθηκα στην αγκαλιά του.
Περπατούσαμε μαζί στο σκοτάδι, χωρίς να ξέρουμε πού πάμε και ούτε καν πού είμαστε. Κάθισε κάτω και μου άπλωσε το χέρι του. Κάθισα δίπλα του. Μόνο με κοίταζε—βαθιά, μέσα στα μάτια μου. Έψαχνε να βρει μια απάντηση. Και τη βρήκε.
Με έσφιξε πάνω του δυνατά. Ένιωσα την ανάσα του να με χαϊδεύει και τα χείλη του να με φιλούν—να με φιλούν παντού… Τα χείλη του άρχισαν να γράφουν μια ιστορία πάνω στο κορμί μου. Εκεί, στην ερημιά, στο σκοτάδι, κάτω από το Κάστρο, ενώθηκαν τα κορμιά μας, οι ψυχές μας, οι ζωές μας.
Το ξημέρωμα μας βρήκε αγκαλιασμένους στην πόρτα του δωματίου μου—χωρίς να έχουμε κλείσει μάτι όλη νύχτα. Δύο κορμιά τόσο δεμένα, δύο άνθρωποι τόσο άγνωστοι μεταξύ τους. Ο ήλιος λαμπύριζε στα μάτια του καθώς ανέτειλε. Τα χέρια του τυλίχτηκαν τρυφερά γύρω μου.
— Με λένε Παύλο.
— Με λένε Δανάη.
Απόθεσε ένα γλυκό φιλί πάνω στα χείλη μου κι έφυγε, αφήνοντάς με εκεί να κοιτάζω τον ήλιο που σιγά σιγά άπλωνε τις αχνές αχτίδες του πάνω από το Ναύπλιο.
Εκείνο το βράδυ—και κάθε βράδυ—στις δώδεκα, χτυπούσε την πόρτα του δωματίου μου. Κάθε βράδυ για δεκαπέντε ολόκληρες μέρες. Κάθε βράδυ, ένα καινούργιο κεφάλαιο στην ιστορία μας.
— Σήμερα φεύγω —του είπα καθώς ξημέρωνε η δέκατη πέμπτη μέρα της ζωής μας.
— Όχι… αλήθεια; Φαινόταν έντρομος.
— Δεν μπορώ να μείνω άλλο. Η άδειά μου τελείωσε. Πρέπει να γυρίσω στη δουλειά μου.
— Η άδειά σου; Στη δουλειά σου;
Ήταν έκπληκτος. Δεν ξέρω… νόμιζε ότι θα ήμουν πάντα εκεί? Πως δεν θα έκανα ό,τι κάνουν όλοι οι άνθρωποι?
— Για μένα είσαι το όνειρο.
Η καρδιά μου σφίχτηκε. Ήταν ένας άγνωστος—και το έβλεπα τώρα. Πώς να πίνει τον καφέ του άραγε; Ή μήπως τα όνειρα δεν πίνουν καφέ; Και τώρα; Τι θα γίνει τώρα που γίναμε άνθρωποι; Θα χαθούμε ή θα επιζήσουμε;
Κάθισα, γιατί ένιωθα τα πόδια μου να μην με κρατούν.
— Τι σκέφτεσαι;
Η φωνή του με ξάφνιασε και τον κοίταξα σαν χαμένη.
— Πώς πίνεις τον καφέ σου; ρώτησα.
Εκείνος γέλασε.
— Μέτριο.
— Τώρα νιώθω πως σε ξέρω λιγάκι.
— Και θα με μάθεις ακόμα πιο πολύ. Θα μάθεις ότι δεν τρώω το κοτόπουλο, τρελαίνομαι όμως για αυγά. Ότι μ’ αρέσει πολύ η μπύρα και πεθαίνω για χοιρινές μπριζόλες.
Κάτι ζεστό απλώθηκε μέσα μου. Τον αγκάλιασα.
— Εγώ λατρεύω το κοτόπουλο—τρομερά. Πίνω κρασί. Και πεθαίνω για τηγανητές πατάτες.
Με έσφιξε στην αγκαλιά του.
— Σε είκοσι μέρες θα είμαι στην Αθήνα. Και τότε θα πούμε πάρα πολλά!
Γύρισα στην Αθήνα, στη δουλειά μου, στην καθημερινότητα… όμως δεν ήμουν πια ίδια. Είχα αφήσει τα πάντα πίσω μου: την καρδιά μου, το μυαλό μου, τον χθεσινό εαυτό μου, όλα όσα πίστευα και ό,τι αξίες είχα μέχρι τότε. Δεν θυμόμουν ποια ήμουν πριν. Τι ήμουν; Αναρωτιόμουν μόνο πώς έζησα όλα αυτά τα χρόνια χωρίς τον Παύλο. Γιατί έζησα, αφού δεν τον γνώριζα; Πώς περνούσα τα πρωινά, τα μεσημέρια, τα βράδια χωρίς να τον σκέφτομαι; Θεέ μου, πώς περνούσα τις νύχτες χωρίς να τον ονειρεύομαι;
Ήταν Κυριακή πρωί κι εγώ έφτιαχνα το καφεδάκι μου, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
— Ναι;
— Εγώ τον πίνω μέτριο. Εσύ? Να υποθέσω γλυκό?
Γελάσαμε. Δώσαμε ραντεβού σε μια καφετέρια, κάπου στην Ακρόπολη. Όταν έφτασα, ήταν ήδη εκεί. Στάθηκα λίγο και τον κοίταξα. Δεν ήταν όνειρο της νύχτας πια. Ήταν αληθινός, λουσμένος στο πρωινό φως του ήλιου.
— Γεια σου, του είπα.
Σηκώθηκε, πήρε το χέρι μου, το έκλεισε στο δικό του και με φίλησε.
— Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω.
Καθίσαμε δίπλα-δίπλα, ενώ συνέχιζε να μου κρατάει το χέρι.
— Δανάη επιτέλους είσαι πάλι κοντά μου! Αυτές οι μέρες…
— Ήταν ατέλειωτες, Παύλο!
Γύρισα στη δουλειά και όλοι με κοίταζαν παράξενα, σαν να έλεγαν: «Πάει, τα ‘χασε το κοριτσάκι, μου έλειψαν τόσο πολύ οι νύχτες μας… Ανέτελλε ο ήλιος και με έβρισκε στο δρόμο, μέσα στο μποτιλιάρισμα και στο νέφος· νοσταλγούσα τη βεράντα μας στο Ναύπλιο.
— Μη τα πεις όλα εσύ. Εμένα τι θα μου μείνει; Θα αρχίσω να λέω «κι εγώ επίσης!»/
Γελάσαμε.
— Η ταινία;
— Τελείωσε. Με χίλια βάσανα.
— Ο πρωταγωνιστής είχε πρόβλημα, βλέπεις. Δεν του άφησες μυαλό για να σκέφτεται.
— Θα έχει επιτυχία;
— Θα το μάθω στην πρεμιέρα. Άλλωστε μαζί θα είμαστε εκείνη τη μέρα.
Και ήμασταν μαζί—συνέχεια. Και πριν την πρεμιέρα και μετά απ’ αυτήν. Και τον αγαπούσα. Πόσο τον αγαπούσα, Θεέ μου!
Όμως η ζωή δεν είναι ταινία—και προπάντων δεν είναι όνειρο. Δεν ήμασταν πια μόνοι εγώ, αυτός, και η νύχτα. Μας περιτριγύριζε ένας ολόκληρος κόσμος. Κόσμος περίεργος, που δεν τον ήξερα: φανταχτερός—φανταχτερά ρούχα, λόγια, εκδηλώσεις αγάπης και φανταχτερό μίσος. Αλλόκοτοι άνθρωποι, αλλόκοτες αντιδράσεις. Δεν ταιριάζαμε. Όλα αυτά μ’ έκαναν να αισθάνομαι περίεργα—πιο λίγη, πιο κακιά, πιο άσχημη. Ή μήπως έφταιγε πως άρχισα να ζηλεύω όλες αυτές τις αιθέριες υπάρξεις που περιτριγύριζαν τον Παύλο;
Και οι ταινίες; Μαχαιριά στην καρδιά μου η καθεμία. Δεν μπορούσα να συνηθίσω τα χέρια του να αγκαλιάζουν μια άλλη, να τη χαϊδεύει με το ζεστό του βλέμμα και, με φωνή τρυφερή ή άλλοτε παθιασμένη, να της λέει «σ’ αγαπώ». Κάτι άρχισε και σάλευε στο μυαλό μου. Έψαχνα κρυφά τα σενάρια, να μετρήσω τα φιλιά και τις ερωτικές σκηνές του έργου.
Με κρατούσε στην αγκαλιά του, με φιλούσε, κάναμε έρωτα, κι εγώ προσπαθούσα να θυμηθώ σε ποια ταινία, σε ποια σκηνή και με ποια παρτενέρ είχε κάνει το καθένα απ’ αυτά. Μου μιλούσε και είχα την αίσθηση ότι προβάρει τα λόγια του. Πιεζόμουν να μην καταλάβει τίποτα—γιατί το ήξερα καλά πως ήταν τρέλα. Δεν μπορούσα όμως να δω πιο λογικά.
Και από την άλλη, οι τύψεις,,, τύψεις, επειδή ο Παύλος ήταν τέλειος. Πάντα δίπλα μου—δικός μου όταν ήμασταν μόνοι, δικός μου κι όταν μας περικύκλωνε ολόκληρο κινηματογραφικό συνεργείο. Τρυφερός, γλυκός, θερμός—όπως το πρώτο εκείνο βράδυ.
5/8/1988. Ναύπλιο.
Μέσα στην αγκαλιά του, κάτω από το Κάστρο. Πού αλλού θα μπορούσαμε να γιορτάσουμε την πρώτη μας επέτειο; Μόνο εδώ, παρέα με ένα μπουκάλι σαμπάνια και τις αναμνήσεις μας.
— Θυμάσαι, Δανάη, τη στιγμή που σε πρωτοείδα; Τι συναίσθημα ήταν αυτό!!! Ένιωσα σαν ένας μαγνήτης να με τραβούσε κοντά σου. Νομίζω ότι σ’ αγάπησα από την πρώτη ματιά.
— Δεν ήταν αγάπη, Παύλο. Ένα όνειρο ήταν.
— Ναι. Η αγάπη είναι πιο χειροπιαστή. Αγάπη είναι τώρα που σε ξέρω και με ξέρεις.
— Τώρα που ξέρω ότι πίνεις τον καφέ σου μέτριο… —ένα πονηρό γελάκι τρεμόπαιξε στα χείλη του.
— Μμμ! Ναι! Και μια και ξέρεις πώς τον πίνω… τι θα ‘λεγες, από ‘δω και πέρα—εφ’ όρου ζωής δηλαδή—να μου τον φτιάχνεις εσύ;
— Ε? Τι σημαίνει αυτό;
(Γέλασε.)
— Η ακριβής μετάφραση και χωρίς δικά μου λόγια, είναι: «Δανάη, θέλεις να παντρευτούμε;» Η καρδιά μου νομίζω πως σταμάτησε.
— Ναι. Θέλω! Είπα προσπαθώντας να διαχειριστώ την τόση ευτυχία.
Για αρκετό καιρό είχα την εντύπωση ότι όλα μου τα προβλήματα λύθηκαν. Ο Παύλος δεν ανέλαβε καμία επαγγελματική υποχρέωση, για να μπορέσουμε να φτιάξουμε το σπίτι μας. Οι ετοιμασίες του γάμου και το ότι ήμασταν συνέχεια μαζί, με έκαναν να ξεχάσω τις έμμονες ιδέες μου.
Ο γάμος έγινε δύο μήνες αργότερα, ένα όμορφο κυριακάτικο μεσημέρι. Απλός, με λιγοστούς καλεσμένους, χωρίς δημοσιογράφους και χωρίς φλας. Κι αφού γυρίσαμε από το γαμήλιο ταξίδι, σιγά σιγά άρχισαν να γυρίζουν και οι εμμονές. Συνέχισα όμως να τις κρύβω καλά, μέσα στο αρρωστημένο μυαλό μου—μέχρι που έγινε πια αδύνατο.
Μόλις είχε γίνει η πρεμιέρα μιας ταινίας του Παύλου, με παρτενέρ μια νέα ηθοποιό: ιδιαίτερα όμορφη και ιδιαίτερα προκλητική. Την είχα αντιπαθήσει από την πρώτη στιγμή. Όταν μάλιστα διάβασα το σενάριο και είδα ότι ήταν περισσότερο ερωτικό από απλά αισθηματικό, τότε ήταν που άρχισα να βγάζω καπνούς κάθε φορά που την έβλεπα.
Το βράδυ της πρεμιέρας, λόγω της μεγάλης επιτυχίας, πήγαμε κάπου όλοι μαζί να το γιορτάσουμε. Για πρώτη φορά, εκείνο το βράδυ, ο Παύλος δεν κάθισε δίπλα μου. Δεν έφταιγε εκείνος γι’ αυτό, αλλά εγώ δεν εξέταζα λεπτομέρειες. Σε κάποια στιγμή μάλιστα, που άδειασε η θέση δίπλα του, μου έκανε νόημα να πάω κοντά του. Εγώ όμως, «αξιοπρεπώς», αρνήθηκα—και αυτό γιατί στο άλλο πλευρό του είχε τη Φίλια, την ιδιαίτερα όμορφη και ιδιαίτερα προκλητική παρτενέρ του.
Ήταν το πιο μαρτυρικό βράδυ της ζωής μου. Τους έβλεπα να μιλούν, να γελούν, εκείνος να βάζει το χέρι του στην πλάτη της καρέκλας της… Και μια σαρκαστική φωνή μέσα στο μυαλό μου ψιθύριζε: «Τώρα δεν γυρίζουν ταινία, ούτε είναι ρόλος. Ό,τι κάνουν, θέλουν και το κάνουν. Τους αρέσει!».
Του έκανα νόημα ότι πονάει το κεφάλι μου και βγήκα έξω. Πήγα και κάθισα στο αυτοκίνητο, να προσπαθήσω να ηρεμήσω. Δεν είχαν περάσει δέκα λεπτά, όταν ήρθε ο Παύλος. Μπήκε στο αυτοκίνητο.
— Με τόση φασαρία που γίνεται, όλοι με πονοκέφαλο θα φύγουμε! Είσαι καλύτερα τώρα;
Και τότε έγινε η έκρηξη.
— Δεν είμαι καλύτερα, γιατί εμένα δεν με ενόχλησε η φασαρία. Εμένα με ενόχλησαν αυτά που έκανες.
Τα λαδί μάτια του άνοιξαν διάπλατα.
— Αυτά που έκανα; Μα… τι έκανα;
— Ώστε παίζεις και τον ρόλο του ανήξερου! Ξέρεις πολύ καλά τι έκανες. Αλήθεια, δεν με σεβάστηκες καθόλου? Όλος ο κόσμος με κοίταζε με οίκτο κι εσύ αμέριμνος. Γι’ αυτό αγαπάς τη δουλειά σου; Επειδή έχει τα τυχερά της; Σ’ αρέσουν οι ερωτικές σκηνές—όλα σου τα έργα τέτοια είναι. Τις διαλέγεις. Σε έχω καταλάβει πολύ καλά τώρα.
Συνέχισε να με κοιτάζει γεμάτος απορία.
— Δανάη… τι είναι αυτά που λες; —ψέλλισε.
Κι εγώ άρχισα να λέω τα ίδια και ακόμα περισσότερα. Έμεινε και άκουσε όλα όσα είχα να πω. Μετά, βγήκε από το αυτοκίνητο. Στάθηκε για λίγο και με κοίταζε. Ύστερα έκλεισε με δύναμη την πόρτα και έφυγε.
Έμεινα εκεί δύο ώρες, περιμένοντας. Δεν ήρθε. Γύρισα σπίτι. Τον βρήκα να κάθεται στο σαλόνι, με ένα ουίσκι στο ένα χέρι κι ένα τσιγάρο στο άλλο. Φαινόταν πικραμένος, κουρασμένος. Μπροστά μου ήταν ένας άνθρωπος που τον είχε συντρίψει ένα όνειρο.
Πήγα κοντά του, κάθισα στο πάτωμα και ακούμπησα το κεφάλι μου στα πόδια του. Μου χάιδεψε τα μαλλιά.
— Είμαι ηθοποιός —είπε.
Ήταν σαν να μου εξηγούσε τα πάντα.
— Το ξέρω —απάντησα, σαν να καταλάβαινα τα πάντα.
Δεν ξαναμιλήσαμε γι’ εκείνο το βράδυ, όμως ήταν πάντα εκεί. Ζούσε, κινούταν ανάμεσά μας και μας αποξένωνε. Οι μέρες κυλούσαν βαριές και τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Μόνο εγώ… Μόνο εγώ δεν άλλαζα. Έμενα η ίδια. Με τις ίδιες σκέψεις, με τους ίδιους φόβους.
Τρεις ταινίες με τη «Φίλια»—κι εγώ να τρελαίνομαι. Και τώρα ακόμη περισσότερο, γιατί τώρα όλα είχαν αντιστραφεί. Τώρα έψαχνα να βρω πότε κάναμε μαζί όλα εκείνα που έκανε στις ταινίες του. Κι όλα αυτά τα έκρυβα μέσα μου με επιδεξιότητα—μια επιδεξιότητα άχρηστη, γιατί ο Παύλος τώρα πια ήξερε και καταλάβαινε τα πάντα. Το έβλεπα στα μάτια του, στα πετρωμένα χείλη, στις σφιγμένες γροθιές του. Και τόσο… απομακρυνόταν. Κάθε μέρα κι ένα μικρό βηματάκι.
5/8/1989. Η δεύτερη επέτειος.
Εγώ στην Αθήνα κι εκείνος στην Κρήτη, για κάποια γυρίσματα. Μια μέρα γεμάτη «γιατί». Γιατί να γίνουμε έτσι; Γιατί να χαλάσει η όμορφη σχέση μας; Γιατί να χαθεί η αγάπη μας; Γιατί επιτέλους δεν με καταλάβαινε; Ποια γυναίκα θα άντεχε να βλέπει τον δικό της άντρα σε χίλιες ξένες αγκαλιές;
Γύριζα από δωμάτιο σε δωμάτιο, κοιτάζοντας φωτογραφίες και αναπολώντας στιγμές καλύτερες από αυτές. Δεν είχα κλάψει όλο αυτόν τον καιρό. Όταν όμως έφτασε το βράδυ και οι δείκτες πλησίαζαν στις δώδεκα, κάτι μ’ έπνιγε και λυγμοί άρχισαν να τραντάζουν το κορμί μου—το κορμί που εκείνος, τέτοια μέρα, τέτοια ώρα, άλλοτε είχε λατρέψει.
Το τηλέφωνο χτύπησε ακριβώς στις δώδεκα. Χωρίς να μπορώ να σταματήσω το κλάμα, σήκωσα το ακουστικό.
— Παύλο…
— Μου ήταν αδύνατο να κρατηθώ μακριά σου απόψε, αυτή την ώρα!
— Παύλο…
— Γιατί σκότωσες το όνειρο Δανάη? Γιατί;
Η φωνή του έσπασε κι η γραμμή έκλεισε.
Τα δάκρυα σταμάτησαν. Η καρδιά μου σταμάτησε. Ένιωθα σαν αδίστακτος φονιάς. Και ήμουν. Το ήξερα καλά πως ήμουν. Θεέ μου… πότε θα γυρίσει; Ορκιζόμουν πως θα το αναστήσω το όνειρό μας.
Κι όμως. Πάτησα τον όρκο μου! Όταν γύρισε και τον είδα να στέκεται στο κατώφλι, ορκιζόμουν ακόμη… ορκιζόμουν πως δεν θα σκότωνα και την ελπίδα που φώτιζε τα μάτια του. Ορκιζόμουν πως δεν θα ξανάβγαινα από αυτή την αγκαλιά που τώρα, μετά από τόσο καιρό, μ’ έκλεινε μέσα της. Μα σιγά σιγά, μέρα με τη μέρα, όλα έγιναν όπως πριν. Ήμουν τρελή; Μπορεί. Μπορεί και να ήμουν.
Μέσα σε μια ηρεμία γεμάτη αποξένωση κύλησαν άλλοι έξι μήνες.
Ήταν βραδάκι. Καθόμουν στο σαλόνι και έβλεπα τηλεόραση. Ο Παύλος μόλις είχε γυρίσει από τη δουλειά του. Πήρε ένα ουίσκι και κάθισε κοντά μου. Ήταν κάτι το ασυνήθιστο αυτό τώρα πια. Έκλεισα την τηλεόραση και τον κοίταξα, περιμένοντας.
— Θα γυρίσουμε μια ταινία στο εξωτερικό —μου ανακοίνωσε. Στη Γαλλία.
—Με τη «Φιλία»; —ρώτησα.
— Έχει σημασία;
–Για σένα;
Γύρισε και με κοίταξε. Με περιφρόνηση; Ίσως!
— Όχι με τη «Φιλία». Με τη Ζωή Γερμανού.
— Δεν την έχω ξανακούσει.
— Φυσικό. Είναι καινούργια «ανακάλυψη» του Νικολάου.
— Α, μάλιστα. Ο Νικολάου θα ‘ναι λοιπόν ο σκηνοθέτης.
— Ναι, αλλά γιατί αυτό το ύφος; Μαζί του μόνο επιτυχίες έχω κάνει.
— Και «ανακαλύψεις».
— Τι θες να πεις τώρα, Δανάη;
— Ότι αυτός ο άνθρωπος περισσότερο ψάχνει για νέα ταλέντα, θηλυκού γένους πάντα βέβαια, και λιγότερο σκηνοθετεί.
— Είναι κι αυτό μέσα στη δουλειά του.
— Τέλος πάντων… αυτή η Γερμανού λοιπόν, είναι και καλή ή μόνο ωραία;
— Είναι τόσο καλή, όσο και ωραία.
Με τέτοιες απαντήσεις, σου «κόβεται» η σαρκαστική διάθεση. Άλλαξα συζήτηση.
— Και πόσο θα λείψεις;
— Γύρω στους δύο μήνες.
— Εγώ δεν μπορώ να έρθω μαζί σου;
Προς στιγμήν ξαφνιάστηκε από την ερώτησή μου αλλά αναδιοργανώθηκε αμέσως:
— Δανάη… μην χαλάσουμε τις καρδιές μας τώρα. Μπορεί να μην το κουβεντιάζουμε, αλλά ξέρω πολύ καλά και τα αισθήματά σου και τις απόψεις σου. Άσε λοιπόν… Καλύτερα να μείνεις εδώ, για να είμαστε κι οι δυο πιο ήρεμοι.
Πάγωσα. Δεν θα φανταζόμουν ποτέ, ότι θα ήθελε να μείνει μακριά μου τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Μπορεί οι σχέσεις μας να είχαν χαλάσει, αλλά όποτε του το ζητούσα με έπαιρνε μαζί του. Αυτή η απροκάλυπτη άρνηση ήταν κάτι που δεν περίμενα. Αντέδρασα:
— Μα πάντα έρχομαι μαζί σου. Δεν σου έχω δημιουργήσει ποτέ πρόβλημα…
Πήγε να μιλήσει, μα τον πρόλαβα:
— Μια φορά ήταν εκείνη… και μετά δεν επαναλήφθηκε.
Σηκώθηκε:
— Αχ βρε Δανάη! Δεν «δημιουργείς» πρόβλημα. Είσαι το πρόβλημά!
Άφησε το ποτήρι του και έφυγε.
Ήμουν το πρόβλημα και έπρεπε να μείνω στην Αθήνα. Και έμεινα. Γιατί όμως; Για να είμαστε πιο ήρεμοι; Ή για να μη βλέπω τι γίνεται εκεί; Όμως τίποτα δεν έμενε κρυφό.
Όλα τα περιοδικά είχαν σχόλια για την ταινία του Νικολάου: «Γυρίζεται στη Γαλλία, με πρωταγωνιστές τον Παύλο Αλεξίου και τη Ζωή Γερμανού, την καινούργια ανακάλυψη του Νικολάου, που λάμπει από ομορφιά και ταλέντο». Εκείνη έλαμπε… κι εγώ ήμουν στην Αθήνα. Αναρωτιόμουν μήπως είχαν σχέση αυτά τα δύο.
Το τελευταίο περιοδικό που έπιασα στα χέρια μου, μού έδωσε την απάντηση.
Τίτλος: «Δικαιώματα δεν δίνουν, όμως… κάτι τρέχει». Κείμενο: Ψιθυρίζεται ότι έχουν δεσμό, αφού είναι συνέχεια μαζί και μετά τα γυρίσματα. Σιγοψιθυρίζεται ότι μόλις γυρίσουν στην Αθήνα, ο Αλεξίου θα ζητήσει διαζύγιο. Ο χρόνος θα δείξει!». Όλα αυτά συνοδεύονταν από μια φωτογραφία όπου η Ζωή κάτι έλεγε στον Παύλο κι εκείνος γελούσε με την ψυχή του.
Αυτό ήταν. Είχα δίκιο. Τίποτα δεν ήταν της φαντασίας μου. Κακώς κατηγορούσα τον εαυτό μου τόσο καιρό. Κακώς είχα τύψεις. Είχε έρθει το τέλος—κι εγώ έπρεπε να φύγω. Να προλάβω να φύγω πρώτη.
Μια μικρή βαλίτσα έφτανε: μόνο τα ρούχα μου. Ούτε φωτογραφίες, ούτε αναμνηστικά ήθελα να πάρω μαζί μου. Φόρεσα το παλτό μου, έκανα μια βόλτα σε όλα τα δωμάτια, αποχαιρετώντας ίσως τις σκιές που ζούσαν εκεί, και βγήκα κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω μου.
Όμως… όχι. Κάτι είχα ξεχάσει. Γύρισα πάλι πίσω. Βρήκα το περιοδικό και το ξεφύλλισα. Ο Παύλος ήταν εκεί και γελούσε με αυτό που του έλεγε η Ζωή. Για αρκετή ώρα έμεινα να τους κοιτάζω με βλέμμα θαμπό και άδειο. Ύστερα έφυγα, αφήνοντας το περιοδικό ανοιχτό πάνω στο τραπέζι: ένα πρωτότυπο αποχαιρετιστήριο γράμμα.
Ζήτησε να με δει αμέσως μόλις γύρισε. «Βιάζεται για το διαζύγιο», σκέφτηκα. Έκανα λάθος.
— Είναι όλα ψέματα. Δεν ξέρουν τι γράφουν. Η κοπέλα έχει δεσμό. Και εγώ… δεν σκέφτηκα κανένα διαζύγιο.
Άπλωσα το χέρι μου για να τον κάνω να σταματήσει.
— Παύλο, μη… Το ξέρεις πως δεν σε πιστεύω. Ας πάρουμε διαζύγιο να τελειώνουμε. Δεν αντέχω άλλο. Υποφέρω. Είμαι τρελή. Δεν ξέρω…
Σταμάτησα—λες και τελείωσαν οι λέξεις. Μόνο έκλαιγα. Έκλαιγα μπροστά του, και δεν το ‘θελα. Ήθελα να κρύψω την ψυχή μου, να μην τη βλέπει. Γιατί το ένιωθα πως αυτός ο άνθρωπος δεν μ’ αγαπούσε πια.
==Δανάη… Έφυγε από κοντά μου και στάθηκε στο πιο μακρινό σημείο του δωματίου.
— Δεν είναι τίποτα ίδιο πια και το ξέρεις. Θα έφευγα τώρα. Για πάντα. Όμως είναι κάτι που δεν μ’ αφήνει να το κάνω. Ίσως να ΄ναι κι αγάπη… δεν ξέρω. Σίγουρα όμως είναι το όνειρο. Το όνειρο που δεν θέλω να το αφήσω να πεθάνει.
Έχωσε τα δάχτυλα στα μαλλιά του και μου γύρισε την πλάτη.
— Δεν ξέρω για ποιον από τους δυο μας το κάνω. Ίσως μόνο για τον εαυτό μου. Αυτό που ξέρω είναι ότι θέλω να σου δώσω χρόνο να σκεφτείς.
Πήγε και στάθηκε στο παράθυρο, κοιτούσε έξω χωρίς να μιλάει. Μετά, σαν να έβαλε σε τάξη τις σκέψεις του, συνέχισε:
— Θα σ’ αφήσω μόνη Δανάη—μόνη και ανεπηρέαστη—να κρίνεις τις καταστάσεις κι εμένα. Να καταλάβεις ποιος είμαι—αν μπορέσεις—και να ζυγίσεις τα αισθήματά σου.
Και πάλι σιωπή λες κι αυτό που έβλεπε απ’ το ανοιχτό παράθυρο, να τον απασχολούσε περισσότερο. Κι ύστερα αντήχησε η φωνή του οργισμένη και διστακτική μαζί:
— Θα σου δώσω άλλη μια ευκαιρία, Δανάη… γύρισε και με κοίταξε.
—Την τελευταία!
Ήρθε κοντά μου. Πολύ κοντά μου. Κάρφωσε τα μάτια του στα δικά μου και, με φωνή βραχνή, σιγανή, είπε:
— Στις 5 Αυγούστου, στις δώδεκα το βράδυ, κάτω από το Κάστρο. Αν με αγαπάς ακόμα, θα ‘ρθεις. Αν σ’ αγαπώ ακόμα, θα ‘ρθω.
Έμεινε εκεί, χωρίς να παίρνει τα μάτια του από τα δικά μου. Μετά, σαν κάτι να τον τράβηξε βίαια, γύρισε απότομα κι έφυγε, χωρίς καθόλου να κοιτάξει πίσω του.
Ο Παύλος έφυγε κι έμεινα μόνη—χάνοντας για μια ακόμη φορά τον εαυτό μου. Ήμουν άλλη πριν τον γνωρίσω, άλλη όταν τον αγάπησα, και κάποια άλλη όταν έζησα μαζί του. Τώρα όμως, τώρα που είχε φύγει, ποια ήμουν; Αλήθεια, ποια μπορούσα να είμαι, τώρα που ήξερα ότι υπάρχει, ότι μ’ είχε αγαπήσει και ότι, με τα ίδια μου τα χέρια, είχα καταστρέψει ό,τι φτιάξαμε μαζί;
Οι μέρες περνούσαν κι εγώ άρχισα να βλέπω τις ταινίες του μόνο και μόνο για να τον έχω κοντά μου. Σιγά σιγά, μέσα σ’ αυτές τις ταινίες—που άλλοτε με τρέλαιναν—ανακάλυπτα τον «δικό μου» Παύλο: αυτόν που δεν ζούσε τις ερωτικές σκηνές, αλλά απλώς τις ερμήνευε. Που αγκάλιαζε την ηρωίδα του έργου όπως εγώ, κάθε μέρα στο γραφείο, έπιανα το στυλό μου και έγραφα. Και ήταν πολλές οι σκηνές που έδειχναν κούραση στο πρόσωπο και τις κινήσεις του—σκηνές που, όταν γυρίζονταν, ίσως να ευχόταν να τελειώσουν γρήγορα για να ‘ρθει κοντά μου. Κοντά στη Δανάη.
Κι αυτή ήμουν εγώ. Αλλά δεν το ‘ξερα. Δεν το ‘ξερα—γιατί τότε ήμουν απλώς «η Δανάη» και όχι… εγώ.
5/8/1990. Και πάλι στο Ναύπλιο.
Το ήξερα καλά πως θα ‘ρθω—γιατί ήξερα το ίδιο καλά πως θα τον αγαπούσα ακόμα. Όπως ξέρω ότι ποτέ δεν θα πάψω να τον αγαπώ.
Η ώρα πλησιάζει δώδεκα κι εγώ ανηφορίζω το δρόμο για το Κάστρο. Η αγωνία μού κόβει τα γόνατα. Ο μόνος ήχος που ακούω είναι οι χτύποι της καρδιάς μου. Τα χέρια μου είναι παγωμένα—κι ας είναι Αύγουστος. Τα δάκρυα κυλούν· κι όσο πλησιάζω, μου είναι αδύνατο να τα σταματήσω.
Κι αν δεν έχει έρθει;
Αν όμως έχει έρθει! Θα ξαναδώ τα μάτια του, τα χείλη του, τα μαλλιά του. Θα αγγίξω τα χέρια του. Θα ακούσω πάλι τη φωνή του να μου μιλάει.
Μένουν λίγα μέτρα—μα φαντάζουν χιλιόμετρα. Βλέπω μια φιγούρα μέσα στο σκοτάδι. Ίσως…ίσως είναι αυτός. Θεέ μου, ναι! Είναι αυτός!
Κλαίω. Τρέχω. Φωνάζω το όνομά του. Ανοίγει τα χέρια του και πέφτω στην αγκαλιά του. Αυτή είναι η θέση μου—και τώρα ξέρω ποια είμαι. Το χέρι του κρατάει το δικό μου και περπατάμε στο σκοτάδι, χωρίς να μιλάμε. Κάθεται και με τραβάει κοντά του. Με σφίγγει στην αγκαλιά του.
Μου ψιθυρίζει:
— Σ’ αγαπώ.
Και νιώθω τα χείλη του να με φιλούν—να με φιλούν παντού. Τα χείλη του αρχίζουν να γράφουν μια καινούργια ιστορία πάνω στο κορμί μου.
Εκεί, στην ερημιά, στο σκοτάδι, κάτω από το Κάστρο, ενώθηκαν τα κορμιά μας, οι ψυχές μας, οι ζωές μας.
Για πάντα.
Ακόμα και στο όνειρο όμως όταν είσαι στο Ναύπλιο θα φας πολύ νόστιμα
Γκόγκες Ναυπλίου

–οι παραδοσιακές χορταστικές ζύμες της Αργολίδας
Υλικά (για 4 άτομα):
- 500 γρ. αλεύρι για όλες τις χρήσεις
- 250–300 ml ζεστό νερό (όσο “πάρει” η ζύμη)
- 1 κ.γ. αλάτι
- 100 γρ. φέτα τριμμένη
- 2–3 κ.σ. φρέσκο βούτυρο (ή και πρόβειο για πιο αυθεντική γεύση)
Εκτέλεση:
- Σε μια λεκάνη ρίχνουμε το αλεύρι και το αλάτι. Σιγά σιγά προσθέτουμε το νερό, ζυμώνοντας ώσπου να έχουμε ζύμη σφιχτή αλλά εύπλαστη.
- Κόβουμε τη ζύμη σε μικρά κομματάκια, σαν καρύδια. Τα πλάθουμε με το χέρι και με τον αντίχειρα τα πατάμε στο κέντρο, ώστε να σχηματίσουν ένα κοίλωμα σαν μικρό κοχύλι. Αυτά είναι οι γκόγκες.
- Βάζουμε άφθονο αλατισμένο νερό να βράσει. Ρίχνουμε τις γκόγκες και τις αφήνουμε μέχρι να ανέβουν στην επιφάνεια (3–4 λεπτά).
- Τις στραγγίζουμε και τις μεταφέρουμε σε βαθύ σκεύος. Περιχύνουμε με το βούτυρο που έχουμε λιώσει καλά και από πάνω σκορπίζουμε μπόλικη τριμμένη φέτα.
Μυστικά & παραλλαγές:
- Οι πιο παλιοί αντί για βούτυρο έβαζαν λίγο ελαιόλαδο, ειδικά σε μέρες νηστείας.
- Αν θέλεις πιο γεμάτη γεύση, μπορείς να καβουρδίσεις το βούτυρο μέχρι να σκουρύνει και να δώσει άρωμα ξηρού καρπού.
- Οι γκόγκες ταιριάζουν και με μυζήθρα ή μείγμα φέτας-κεφαλογραβιέρας.
Μπογάνα Ναυπλίου
το γιορτινό ταψί της Αργολίδας
Υλικά (για 6 άτομα):
- 1,5 κιλό αρνί ή κατσίκι (κατά προτίμηση μπούτι, κομμένο σε μερίδες)
- 1 κιλό πατάτες, καθαρισμένες και κομμένες σε μεγάλες φέτες
- 3–4 ώριμες ντομάτες, τριμμένες ή περασμένες από μούλτι
- 2 μεγάλα κρεμμύδια, κομμένα σε ροδέλες
- 150 ml ελαιόλαδο
- 1 κ.σ. ντοματοπελτέ
- 1 κ.γ. ρίγανη
- 1 κ.γ. θυμάρι
- 1 φύλλο δάφνης
- Αλάτι & φρεσκοτριμμένο πιπέρι
Εκτέλεση:
- Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 180°C.
- Σε ένα μεγάλο ταψί στρώνουμε τις πατάτες και από πάνω απλώνουμε τις ροδέλες κρεμμυδιού.
- Τοποθετούμε τα κομμάτια του αρνιού ανάμεσα στις πατάτες.
- Σε μπολ ανακατεύουμε την τριμμένη ντομάτα με τον πελτέ, το λάδι, τη ρίγανη, το θυμάρι, το αλάτι και το πιπέρι. Περιχύνουμε το φαγητό με το μείγμα και προσθέτουμε και το φύλλο δάφνης.
- Σκεπάζουμε το ταψί με λαδόκολλα και αλουμινόχαρτο και ψήνουμε για 2,5–3 ώρες, μέχρι να μελώσουν όλα. Στο τέλος ξεσκεπάζουμε για 15 λεπτά για να πάρει χρώμα.
Μυστικά & παραλλαγές:
- Η αυθεντική μπογάνα γίνεται σε ξυλόφουρνο – εκεί το κρέας λιώνει σαν βούτυρο.
- Μπορείς να δοκιμάσεις και με κατσίκι, που δίνει πιο ελαφρύ αποτέλεσμα.
- Αν θες περισσότερη σάλτσα, πρόσθεσε μισό ποτήρι ζεστό νερό πριν το ψήσιμο.