Για την Αλόννησο είχα ξεκινήσει με κακή διάθεση. Δεν θυμάμαι τώρα πια το λόγο αλλά εκείνο το καλοκαίρι δεν ήθελα να φύγω απ’ την Αθήνα. Μουρτζούφλα έφτασα κι αυτό που πρωτοείδα μου χάλασε ακόμη περισσότερο τη διάθεση. Ένα χωριό! Παντού χωματόδρομοι και πίσω απ’ τα σπίτια σκηνές. Στην κακή μου διάθεση προστέθηκε και η ανασφάλεια απ’ το φόβο ενός σεισμού. Είχαν περάσει πολλά χρόνια απ’ το μεγάλο σεισμό μου είπε ο πατέρας μου αλλά όσο έβλεπα εγώ τις σκηνές δε μπορούσα να δώσω και μεγάλη σημασία στα λόγια του. Τελικά, στην Αλόννησο ήταν γραφτό να ζήσω δύο απ’ τα ωραιότερα καλοκαίρια της ζωής μου με καλύτερο εκείνο το πρώτο.
Το σπίτι που είχε νοικιάσει ο πατέρας μου για το καλοκαίρι ήταν μέρος ενός συμπλέγματος σπιτιών που έβγαζαν σε μια κοινή αυλή. Ζούσαν τρεις οικογένειες εκεί μέσα και μας υποδέχτηκαν και οι τρεις όταν φτάσαμε, με γέλια και χαρές. Μια μεγάλη γυναίκα, δύο νεότερες με τους άντρες τους κι ένας παππούς που κοιμόταν καθισμένος σε μια πάνινη πολυθρόνα τύπου σκηνοθέτη που λέμε τώρα, γιατί τότε δε νομίζω να είχαμε ιδέα που κάθονται οι σκηνοθέτες. Υπήρχαν και παιδιά. Ένα κοριτσάκι με κινητικό πρόβλημα, κι ένα αγόρι πιο κοντά στην ηλικία του αδερφού μου. Καθίσαμε όλοι γύρω από ένα να μεγάλο τραπέζι που ήταν στρωμένο στην αυλή και είχε πάνω και του πουλιού το γάλα. Εγώ, κάτι η κακή διάθεση, κάτι που κουνιόμουν ακόμα απ’ το ταξίδι, κάτι που σαν ψαρομεζέδες έμοιαζαν όλα, δεν ήθελα να φάω τίποτα. Με το ζόρι η μία απ’ τις νεότερες γυναίκες μου έδωσε να δοκιμάσω ένα κομμάτι πίτα. Τηγανιτή τυρόπιτα! Ακόμα την θυμάμαι! Κι όχι μόνον αυτή. Όλες όσες μας έφτιαχνε για ψύλλου πήδημα η κυρία Μαρία. Μόνο να το ‘λεγες και σε μισή ώρα είχε γεμίσει μια πιατέλα. Ένα απόγευμα είχε άλλες δουλειές και δεν μας έκανε τη χάρη. Την περικυκλώσαμε λοιπόν και δεν την αφήναμε σε ησυχία. Παχουλούλα και χαριτωμένη την θυμάμαι να γελάει με την καρδιά της. Στην άκρη της αυλής κολλητά με το σπίτι ήταν η αποθήκη με τα αλεύρια, τα χαρούπια και το λάδι. Την πήραμε όλοι σπρώχνοντας να την πάμε στην αποθήκη. Γέλαγε η κυρα-Μαρία και τάχα μου δεν ήθελε αλλά δεν έβαζε και δύναμη να μας ξεφύγει. Φτάνουμε στην αποθήκη και πάει ν ανοίξει το τσουβάλι με τ’ αλεύρι. Φόραγε μια ρομπούλα από τσίτι κι όπως είχε σκύψει το ντεκολτέ κρεμόταν κι εκεί μέσα χώθηκε ο ποντικός με το που πετάχτηκε απ’ το τσουβάλι. Για πότε εξαφανιστήκαμε….λες κι ο ποντικός θα μας έπαιρνε στο κυνήγι!!! Εγώ έφτασα στην καγκελόπορτα της αυλής κι η παντόφλα μου είχε μείνει στην αποθήκη. Η κυρα-Μαρία ξαφνιάστηκε, χοροπήδησε να φύγει ο ποντικός και μετά άρχισε να γελάει ακόμα πιο δυνατά και να μας κοροϊδεύει « Τυρόπιτα θέλατε?? Τηγανιτό ποντικό θα σας φτιάξω!» και όλο να γελάει! Τελικά μας έφτιαξε και τυρόπιτα και λουκουμάδες και μου έφερε και την παντόφλα μου γιατί εγώ στην αποθήκη δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναμπώ!!
Δε μπορώ να θυμηθώ πόσα κιλά πήρα εκείνο το καλοκαίρι αλλά θυμάμαι ότι μασούλαγα συνέχεια. Μέχρι και στη θάλασσα που πηγαίναμε ξεκολλάγαμε πεταλίδες απ’ τα βράχια και τις τρώγαμε. Άσε δε τους αστακούς!! Ο πατέρας μου είχε ένα συνάδελφο ( απ’ το Λέων πρέπει να ήταν αυτός) που έφτιαχνε διακοσμητικά από βότσαλα, αχιβάδες και καύκαλα αστακών και καβουριών. Το καλύτερο ήταν ότι όλα αυτά δεν τα έτρωγε. Δεν του άρεσαν. Τα αγόραζε και μας τα μοίραζε, με τη συμφωνία να μην πετάμε τίποτα απ’ αυτά που δεν τρώγονταν. Ούτε που ξέρω πόσους τόνους θαλασσινών φάγαμε εκείνο το καλοκαίρι. Θαλασσινά σε όλες τις παραλλαγές. Μέχρι που η μάνα μου η ρουμελιώτισσα έφτασε να καθαρίζει τον αστακό με μαεστρία σεφ και να φτιάχνει απίθανες αστακομακαρονάδες! Αυτό που δεν έφαγα τότε ήταν ο τόνος. Να σκεφτείς δεν θυμάμαι καν ότι τον είχαμε μαγειρέψει ποτέ. Όση τρέλα είχα για τα θαλασσινά, άλλη τόση αντιπάθεια είχα για τα ψάρια.
Στην Αλόννησο ξαναγύρισα πριν μερικά χρόνια με τον άντρα μου και τα παιδιά μου. Δεν υπήρχαν πια χωματόδρομοι και σκηνές αλλά, περπάτησα κι έκανα μπάνιο στην ίδια παραλία και ξεκόλλησα και μια πεταλίδα από το ίδιο βραχάκι. Μια μπίγα έκανε την καρδιά μου να χοροπηδήσει και γέμισε τα μάτια μου δάκρυα φέρνοντας μου στο μυαλό τον αγαπημένο μου Σαμψών κι έτσι μου φάνηκε ότι από κάπου άκουσα και τη φωνή του πατέρα μου! Αυτές οι αναμνήσεις με οδήγησαν στα στενά της Χώρας να ψάξω να βρω το σπίτι με την αυλή που μέναμε τότε. Και ρωτώντας το βρήκα. Δεν υπήρχε πια αυλή και όλο το σπίτι ήταν διαφορετικό. Χτύπησα την πόρτα και μια κυρία, που κάτι μου θύμιζε, μου άνοιξε. Άρχισα να της εξηγώ ποια είμαι όταν άκουσα μια φωνή από μέσα να ρωτάει: «Η Ελένη είναι???». Είναι αδύνατον να περιγράψω την έκπληξη και την συγκίνηση που ένιωσα όταν αντίκρισα τη φιλεναδίτσα μου εκείνου του καλοκαιριού. Το κοριτσάκι με το κινητικό πρόβλημα με θυμόταν ακόμα όπως τη θυμόμουν κι εγώ!!! Μείναμε αρκετή ώρα. Γελάσαμε με όσα θυμηθήκαμε και κλάψαμε γι αυτούς που δεν ήταν πια μαζί μας… ποτέ ξανά δεν θα έτρωγα τυρόπιτα απ’ τα στρουμπουλά χεράκια της κυρα-Μαρίας! Ούτε τηγανιτό ποντικό!
Μπορεί αυτή τη δεύτερη φορά να έμεινα δυόμισι μήνες λιγότερο απ’ την πρώτη αλλά είδα πολλά περισσότερα. Όλα αυτά που το παιδικό μου μάτι δεν ήταν σε θέση να δει και να εκτιμήσει. Όλη αυτή την ομορφιά του καταπράσινου τοπίου και της κρυστάλλινης γαλάζιας θάλασσας! Κι από γεύσεις? Για ποιο να πρωτοπώ! Για τον τόνο που με μανία είχα αποφύγει την πρώτη φορά ,για όλα τα φρέσκα ψάρια που τρώγαμε κάθε μέρα ή για τα απίστευτα καλαμάρια με κοφτό μακαρονάκι που έφτιαχνε καθημερινά μια άλλη «κυρα-Μαρία» στη Βότση!
Τυρόπιτα και Αμυγδαλωτά Αλοννήσου με τον Στάθη Παναγιωτόπουλο :