Η Μαρία μπήκε στη ζωή μου με πολλές ιδιότητες. Ξεκίνησε σαν συνάδελφος, που όμως έγινε η κολλητή μου. Όταν βάφτισε την κόρη μου, έγινε κουμπάρα μου και εγώ γενικά την ένιωθα σαν αδερφή μου!
Τριάντα χρόνια μαζί. Όταν θυμάμαι τη ζωή μου μαζί της, θυμάμαι τον εαυτό μου να γελάει ασταμάτητα. Όταν κάναμε δίαιτες… όταν κάναμε ταξίδια… όταν χαιρόμασταν τα νιάτα μας. Γελάσαμε πάρα πολύ με τη Μαρία, μέχρι τη μέρα που έφυγε και με παράτησε μόνη μου σ’ αυτόν τον κόσμο — και το γέλιο έγινε δύσκολο.
Εδώ μέσα όμως η Μαρία θα ζει για πάντα, γιατί ως γνωστόν οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνον όταν τους ξεχάσουμε!
Πάμε στο «τότε», λοιπόν. Δυο ήταν τα σημαντικά γεγονότα της εποχής: πρώτο ήταν η αγορά του Fiesta μου και δεύτερο —αλλά κυριότερο— η αγορά ενός θερμιδομετρητή. Θερμιδομετρητής και μπλοκάκι: μεγάλη βοήθεια. Ξέραμε κάθε μέρα πόσο περισσότερο είχαμε φάει. Πάθαμε σοκ βέβαια όταν καταλάβαμε ότι παχαίνουμε επειδή τρώμε, και όχι επειδή αναπνέουμε βαθιά.
Την εκδρομή στο Κρανίδι τη σκεφτόμασταν καιρό. Το κακό ήταν ότι η ευκαιρία για να πάμε συνέπεσε με τη δίαιτα των θερμίδων… κι εμείς δίαιτα δεν χαλάγαμε με τίποτα. Ή σχεδόν τίποτα.
Ξεκινήσαμε, λοιπόν, μια Παρασκευή μεσημέρι με το Fiesta. Ξεκινήσαμε με γέλια και με τον αέρα της μικρής περιπέτειας να μας σπρώχνει στον δρόμο. Η διαδρομή μας πήγε μέσα από χωριά, λόφους, πράσινα τοπία και σπίτια με αυλές γεμάτες βασιλικούς και γεράνια.
Η Μαρία συνοδηγός — κι αντί να κρατάει χάρτη, κρατούσε τον θερμιδομετρητή. Σ’ όλη τη διαδρομή προσπαθούσαμε να σχεδιάσουμε το γεύμα μας. Αν πάρουμε κοτόπουλο με πατάτες; Χμμ… αν βγάλουμε τις πατάτες; Μήπως να βγάζαμε το κοτόπουλο; Τεράστια διλήμματα!
Το πρώτο γεύμα της εκδρομής ήταν στο Λυγουριό, σε μια ταβέρνα που έμοιαζε να έχει σταθεί εκεί αιώνες. Εκεί μας αποκαλύφθηκε κι ένα πανάρχαιο μυστικό. Μυστικό αιώνων: θερμιδικά, το τριήμερο θα ήταν πολύ δύσκολο.
Πώς ανέβηκαν έτσι οι θερμίδες, ρε παιδί μου, με ένα και μόνο γεύμα; Και πώς γινόταν να κρατάμε την κοιλιά μας απ’ τα γέλια και να χαιρόμαστε; Γιατί, ρε φίλε, στο κάτω κάτω αυτό είναι ζωή… να ξεφεύγουν οι θερμίδες, να ξεφεύγει και το γέλιο!
Φτάσαμε στο Κρανίδι. Από παντού ερχόταν ένας αέρας φιλοξενίας. Τα στενά σοκάκια, η μυρωδιά απ’ το φούρνο, τα αρώματα των λουλουδιών — όλα σε κάνανε να νιώθεις σαν καλεσμένος.
Το βράδυ την περάσαμε λιτά: μια σαλάτα κι από ένα σουβλάκι χωρίς πίτα. Κοιμηθήκαμε μετρώντας περίπου 200 παραπάνω θερμίδες. Εντάξει… δεν είχαμε κανένα λόγο να το κάνουμε, αλλά εμείς νιώθαμε περήφανες.
«Αύριο θα οργανωθούμε καλύτερα» είπαμε κι αποκοιμηθήκαμε σαν μαθήτριες που δίνουν εξετάσεις.
Και ξημέρωσε ο Θεός το Σάββατο…
Πίνοντας τον πρωινό καφέ, αρχίσαμε να βγάζουμε το διαιτο- διάγραμμα της μέρας. Μιας μέρας δύσκολης όμως, καθότι το βράδυ μας περίμενε τραπέζι σε ξενοδοχείο πολυτελείας στην Ερμιόνη. Η φίλη μας η Σόνια ήταν υπεύθυνη κάποιου τομέα εκεί και ο άντρας της ήταν διευθυντής. Αυτό σήμαινε πως θα έπρεπε από τώρα να αποφασίσουμε τι θα φάμε. Καταλήξαμε, λοιπόν, πως για μεσημεριανό θα την βγάζαμε πάλι με σαλάτα — και χωρίς σουβλάκι αυτή τη φορά.
— «Ωραία;»
— «Ναι, ναι!»
Σφίξαμε χέρια, είπαμε και Σντο, σαν να κλείναμε τη συμφωνία του αιώνα, και βγήκαμε στο Κρανίδι με ύφος κατακτητριών.
Αφού κάναμε μερικές βολτίτσες μέσα στο Κρανίδι, είπαμε να πιούμε το δεύτερο καφεδάκι της μέρας. Το καφενεδάκι που βρήκαμε ήταν σαν σκηνικό παλιού ελληνικού έργου: ξύλινα τραπεζάκια, μυρωδιά ελληνικού καφέ, κι ένας καφετζής να μας καλωσορίζει με πλατύ χαμόγελο.
— «Βρε, καλώς τα κορίτσια!» λέει ο καφετζής, αλλά μας χαιρετάνε κι όλοι όσοι ήταν εκεί. Καθώς παραγγέλνουμε…
—«Από πού είστε, βρε κορίτσια;» ρωτάει ο ένας.
—«Εκδρομούλα ή έχετε συγγενείς εδώ;» ρωτάει ο άλλος.
Απαντώντας στον έναν, απαντώντας στον άλλο, σε λίγο είχαμε γίνει μια παρέα. Γύρω στα 25 εμείς, εξηντάρηδες και πάνω οι Κρανιδιώτες.
Ανταλλάσσαμε νοήματα με τη Μαρία για να σηκωθούμε να φύγουμε σιγά σιγά, αλλά όλο και κάτι μας έλεγαν… όλο και κάτι απαντούσαμε κι εμείς. Και να τα γέλια… και να οι ιστορίες τους από τα παλιά· πού να σηκωθείς να φύγεις; Θα μπορούσαμε να το κάνουμε, αλλά ήταν τόσο ευγενικοί και γλυκύτατοι που δεν θέλαμε να τους πληγώσουμε.
Κάποια στιγμή όμως το πήραμε απόφαση· αλλά, όπως πάμε να σηκωθούμε, πετάγεται ένας:
— «Αααααπ! Δεν πάτε πουθενά! Θα πιούμε ουζάκι τώρα!»
— «Εμείς… δε… δεν πίνουμε…»
— «Δεν πειράζει! Εσείς θα φάτε τον μεζέ!»
Μεζέ τον μεζέ — από 11 πήγε 5 η ώρα, και εν μέσω ζεϊμπεκιάς και θερμών αποχαιρετισμών καταφέραμε να φτάσουμε στις 6 στο ξενοδοχείο μας. Τώρα είχαμε μπροστά μας το βραδινό τραπέζι και καμιά εκατοστή θερμίδες περίσσευμα… αν τις είχαμε κι αυτές δηλαδή. Αποφασίσαμε, λοιπόν, πως η λύση ήταν να τσιμπήσουμε διακριτικά. Απ’ ό,τι θα παραγγέλναμε, θα τρώγαμε μια μπουκίτσα και το υπόλοιπο θα το αφήναμε… με κάποιο τρόπο. Ε, δεν ήταν και δύσκολο αυτό, αφού νιώθαμε την κοιλιά μας να πηγαίνει να σκάσει απ’ τα μεζεκλίκια.
Κατά τις 8, στολισμένες, σενιαρισμένες, πάμε να φύγουμε για Ερμιόνη και τσουπ — μας βουτάει ο ξενοδόχος. Αρχή του ξενοδοχείου να κερνάει ένα ποτό.
«Μα…» λέμε εμείς…
— «Όχι, δεν δέχομαι άρνηση· θα το πιείτε!!»
Τι ποτό ήταν αυτό, ρε παιδιά; Κοκτέιλ θεϊκό και παίζει να μην έχω πιει καλύτερο. Ακόμα το θυμάμαι. Γουλίτσα γουλίτσα το κατεβάσαμε σαν να ήταν φάρμακο για τις τύψεις. Φεύγοντας πάντως, ανανεώσαμε τους όρκους μας για το υπόλοιπο της βραδιάς.
«Μπριζόλα θα πάρουμε και θα φάμε μόνο μία πιρουνιά! Ναι;»
«Ναι, εννοείται!!»
Πώς το λέει η παροιμία; Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις. Αυτό κάναμε κι εμείς!
Μπαίνουμε λοιπόν στη χλιδάτη αίθουσα και πάμε εκεί που μας δείχνουν ότι είναι το τραπέζι του καπετάνιου (αν ήταν πλοίο, έτσι θα το λέγαμε). OMG, όπως θα λέγαμε σήμερα· θεέ μου, όπως είπαμε τότε. Δεν θα ήμασταν οι τέσσερις μας μόνο! Μετά το πρώτο σοκ, απ’ το κομπλάρισμα περισσότερο, σκεφτήκαμε ότι ίσως να ήταν καλύτερα έτσι, γιατί θα μπορούσαμε να φάμε τη μία και μοναδική μπουκίτσα μας και να περάσει απαρατήρητο.
Καθόμαστε λοιπόν και αρχίζουν να έρχονται τα φαγητά. Το πρώτο ορεκτικό που έσκασε κάτω απ’ τη μύτη μου ήταν τυροκροκέτα. Κοιτάζω τη Μαρία και με κοιτάζει κι αυτή. Ξεροκαταπίνουμε! Σα να διαβάζω το μυαλό της: «Μήπως, αν δεν έχει πάρα πολλές θερμίδες, λέω… μήπως;»
«Κάλυψέ με!» της λέω κι αρχίζω να ψάχνω στην τσάντα τον θερμιδομετρητή. Η Μαρία συζητάει τάχα μου με τους υπόλοιπους κι εγώ ψάχνω. Πολλές έχει, ρε γαμώτο, αλλά δεν βαριέσαι· θα την φάμε. Μέχρι να την καταπιούμε, έρχεται καταιγισμός ορεκτικών, που μπροστά τους η κροκέτα δεν ήταν τίποτα. Ούτε από μυρωδιά, μα ούτε και από θερμίδες.
Και δεν ήταν μόνον αυτό. Από την απέναντι μεριά του τραπεζιού η Σόνια με τον άντρα της να μας κάνουν νοήματα γεμάτα απορίες: Ωραίο; Θέλετε άλλο; Δοκιμάσατε απ’ αυτό; Να πούμε να φέρουν κι άλλο;
Δεν αφήσαμε ούτε ένα ορεκτικό και τίποτα απ’ το κυρίως. Σιγά μην δεν δοκιμάζαμε το ελάφι· και αφού το δοκιμάσαμε… σιγά μην αφήναμε μπουκιά στο πιάτο. Άσε δε, εκείνα τα μανιτάρια που ’σκαγε η ραχούλα τους πάνω απ’ τη σάλτσα! Και μετά απ’ αυτό αρχίζει η άλλη παρέλαση: πιατέλες με γλυκά. Άπειρα γλυκά! Εκεί παραδώσαμε και το πνεύμα. Αφού θα φάμε, ας το φχαριστηθούμε· γιατί τόση ώρα, μπουκιά και τύψη το πηγαίναμε!
Ήταν πολύ μετά τα μεσάνυχτα όταν καταφέραμε να σηκωθούμε από εκείνο το τραπέζι. Με γέλια και τραγούδια φτάσαμε στο αυτοκίνητο με τη συνοδεία της Σόνιας, που είχε άγχος, λέει, αν θα μας άρεσαν τα φαγητά.
— «Τι να κάνουμε, ρε Μαρία… εμείς θέλαμε, αλλά η μοίρα…»
— «Ναι, ναι Ελένη μου… η μοίρα!»
Γυρνώντας στο ξενοδοχείο μας, βρίσκουμε τον ξενοδόχο με παρέα να πίνουν τα ουισκάκια τους, να παίζουν κιθαρίτσες και να τραγουδάνε Σαββόπουλο.
— «Ελάτε, κορίτσια, στην παρέα μας!»
Τα σχέδια της μοίρας για μας προφανώς δεν είχαν τελειώσει…
— «Δεν μας φτιάχνεις κι εμάς ένα από κείνο το καλό;»
Την επόμενη μέρα το πρωί, ήπιαμε τον καφέ μας κουτσομπολεύοντας και γελώντας με τα χθεσινά μας χάλια. Για νέο διαιτο- διάγραμμα ούτε που αναφέραμε τίποτα, και ο θερμιδομετρητής έμεινε καταχωνιασμένος στα κατάβαθα της τσάντας μου. Το μεσημέρι δοκιμάσαμε με χαρά και χωρίς τύψεις, όλα τα τοπικά εδέσματα. Πάει τώρα. Αφού την είχαμε χαλάσει τη δίαιτα, μπορούσαμε να φάμε απ’ όλα και… απ’ όσο!
Θα γυρνούσαμε στην Αθήνα τρισευτυχισμένες, αν δεν δαντελιάζαμε ένα λάστιχο και δεν κάναμε ωτοστόπ για να μας βοηθήσουν να το αλλάξουμε. Τι κι αν διαπιστώσαμε την επομένη ότι δύο ολόκληρα κιλάκια είχαν προστεθεί στο βεβαρυμμένο βάρος μας; Είχαμε περάσει υπέροχα!
Υστερόγραφο:
Και συνειδητοποιώ τώρα, ότι το «τότε» βεβαρυμμένο βάρος ήταν περίπου 15 κιλά λιγότερο απ’ ό,τι το σημερινό.
Γκανάκια Κρανιδιώτικα
ΥΛΙΚΑ
300 γρ αλεύρι που φουσκώνει μόνο του
220 γρ νερό
1 ξύσμα πορτοκάλι μανταρίνι
1 κ.γλ κονιάκ
ελαιόλαδο για το τηγάνισμα
μέλι, άχνη ζάχαρη, κανέλα
1 πορτοκάλι ή μανταρίνι
- Ρίχνουμε σε ζεστό λάδι κουταλιές από τον πηχτό χυλό, που έχουμε ανακατέψει σε ένα μπολ με το σύρμα, σε θερμοκρασία στο 7 από το 9 της κουζίνας
- Βάζουμε τις τηγανίτες σε απορροφητικό χαρτί να φύγει το περιττό λάδι
- Σερβίρουμε ζεστές με μέλι, άχνη ζάχαρη και κανέλα
Ο χυλός πρέπει να είναι πηχτός.
Πηγή: https://elpiscalling.com/gkanakia-kranidiotika-kai-volta-sto-omorfo-kranidi/