Κουλουκυθουλούλδα Κι Λιέμουν Πάι
Τάδε έφη… θεία Τασία!
Η γιαγιά μου γέννησε τέσσερα παιδιά. Το πρώτο ήταν ο πατέρας μου. Το δεύτερο ήταν ένα κορίτσι που έξυνε τον τοίχο κι έτρωγε τον ασβέστη γι αυτό κι εγώ δεν πρόλαβα να την γνωρίσω. Το τρίτο παιδί ήταν ο θείος Φώτης και το τέταρτο η θεία Τασία. Μέχρι το τρίτο η γιαγιά μου τα πήγαινε μια χαρά. Κουκλιά τα παιδιά και ειδικά το κοριτσάκι που πέθανε. Σαν άγγελος ήταν, λένε.Στο τέταρτο παιδί η συνταγή χάλασε. Η θεία βγήκε κακάσχημη!!!
Κακάσχημη μέσα κι έξω! Στο χωριό της κόλλησαν από νωρίς το παρατσούκλι καλικάντζαρος και όσο περνούσαν τα χρόνια διανθιζόταν με… σωστός, σκέτος, αληθινός και λοιπά. Δεν θα μπορούσες να κατηγορήσεις κανέναν βέβαια γιατί η θεία καλό λόγο για άνθρωπο δεν είπε ποτέ και πάντα σκεφτόταν πως θα δημιουργήσει πρόβλημα στους άλλους. Ήταν απ’ αυτούς τους ανθρώπους που δε χωνεύουν ούτε τα άντερά τους.
Απ όταν παντρεύτηκε ο πατέρας μου η θεία εναλλάξ με τη γιαγιά περνούσαν το χειμώνα στο σπίτι μας. Τον ένα χειμώνα η γιαγιά, τον άλλον η θεία. Για την μάνα μου δεν υπήρχε μεγάλη διαφορά. Κακές ήταν και οι δύο και της έκαναν δύσκολη τη ζωή. Η γιαγιά την κούραζε και σωματικά και ψυχικά. Άραζε σε μια καρέκλα, τα περίμενε όλα στο χέρι και ήθελε να κάνει και κουμάντο. Η θεία την κούραζε μόνο ψυχικά. Μπορεί να την βοηθούσε με το νοικοκυριό και το φαγητό αλλά δεν τα έκανε για να την βοηθήσει. Στην ουσία θεωρούσε πως το σπίτι ήταν του αδερφού της και δικό της και κανένας άλλος δεν είχε δικαιώματα εκεί μέσα.
Παρ’ όλα αυτά και επειδή, προφανώς, λόγω ηλικίας δεν έπιανα και πολλά απ τα μεγαλίστικα προβλήματα, εγώ χαιρόμουν απίστευτα όταν ήταν η σειρά της θείας να έρθει. Με χόρταινε αγκαλιές, μου έλεγε παραμύθια, με ξύπναγε γλυκά κάθε πρωί, μου έφτιαχνε τα μαλλιά μπουκλίτσες και όποτε ήθελα μου έφτιαχνε τηγανιτές πατάτες. Τα καλοκαίρια δε, όταν πηγαίναμε στο χωριό με περίμενε με ένα ταψί με κολοκυθολούλουδα γεμιστά και ένα με μπακλαβά. Μπακλαβά με καμιά 40αριά φύλλα που τα έφτιαχνε μόνη της.
Από νοικοκυριό κι από φαΐ η θεία δεν παιζότανε. Το σπίτι στο χωριό, απ’ έξω ήταν ένα σπίτι σαν όλα τ’ άλλα. Μέσα όμως….!! Έβλεπες τη φροντίδα της και στο μικρότερο αντικείμενο που υπήρχε. Δεν θα πω για τα υφάσματα με τα ωραία συνδυασμένα χρώματα που κάλυπταν κρεβάτια, καρέκλες και τραπέζια, ούτε για τα υφαντά που τα είχε φτιάξει μόνη της. Θα πω για το καφεκούτι που είχε αρχίσει να ξεβάφει η ζωγραφιά που είχε απ έξω. Είχε πάρει τις ζελατινούλες που ήταν τυλιγμένες οι καραμέλες ή τα σοκολατάκια, είχε ξεχωρίσει ό,τι της άρεσε, αφαιρώντας γράμματα και μάρκες, τα είχε κολλήσει μεταξύ τους και όλο αυτό το είχε προσαρμόσει πάνω στο κουτί. Το έβλεπες και νόμιζες πως έτσι το είχε αγοράσει. Θα πω και για κείνη την περίεργη κατασκευή, την φτιαγμένη από ξύλινες κουβαρίστρες. Ήταν σαν πυραμίδα με ραφάκια που πάνω τους είχε βάλει τις φωτογραφίες της οικογένειας. Και θυμάμαι και την βαλίτσα της που την μοιραζόταν με τη γιαγιά. Κάθε χρόνο ερχόταν η ίδια βαλίτσα μα κάθε χρόνο ήταν και διαφορετική. Τις χρονιές που ερχόταν η γιαγιά η βαλίτσα είχε σκούρο χρώμα και όταν ερχόταν η θεία είχε φωτεινο και χαρούμενο. Προσωπικά είχα την εντύπωση πως κάθε χρόνο αγόραζαν καινούργια βαλίτσα μέχρι που ένα καλοκαίρι την είδα με τα μάτια μου να την ετοιμάζει για τον χειμώνα. Είμαι σίγουρη πως στο σταθμό, όποιος έβλεπε τη βαλίτσα αμέσως κοιτούσε να δει ποιος την κρατάει. Ήταν μοναδική και φαινόταν πανάκριβη.
Χρυσοχέρα η θεία με όλη τη σημασία της λέξης. Παρ’ όλα αυτά, κι ας την ήξεραν και στα γύρω χωριά, ούτε ένα προξενιό δεν ήρθε ποτέ για κείνη. Τι να τα κάνει τα χρυσά τα χέρια ο άλλος όταν η φάτσα δεν βλέπεται; Η ίδια δε, ερωτευόταν πάντα τους καλύτερους. Ένας Παναής (εγώ γέρο τον θυμάμαι βέβαια, αλλά τι γέρο! Λεβεντόγερο!) και τι δεν τράβηξε! Όπου πήγαινε ο Παναής, μπροστά του την έβρισκε. Το τι μάγια του έκανε δε λέγεται. Κι όταν ο Παναής αρρεβωνιάστηκε πήγε κι έπιασε την αρραβωνιαστικιά και της τον έθαψε κανονικά με ιστορίες που είχε βγάλει απ’ το μυαλό της. Ευτυχώς η αρραβωνιαστικιά ήξερε με ποια είχε να κάνει και τώρα οι άνθρωποι έχουν κι εγγόνια.
Στην Αθήνα πάλι, ερωτεύτηκε έναν ξάδερφο της μάνας μου που έμενε στη γειτονιά. Γεροντοπαλίκαρο και πυροσβέστης. Ωραίος άντρας κι αυτός και γνωστός γαμίκουλας. Είχε έναν τρόπο με τις γυναίκες ο άτιμος που τις έκανε και λιώνανε. Για κακή τύχη της Ειρήνης μια μέρα πήγε στην παράγκα να ράψει το στρίφωμα που του είχε ξηλωθεί σ’ ένα παντελόνι. Τον πήρε χαμπάρι η θεία και παραμόνεψε πότε θα βγει. Με το που φεύγει αυτός, ορμάει μέσα στην παράγκα και ποιος είδε την Τασία και δεν την φοβήθηκε. Της το κατέβασε το μάγουλο της Ειρήνης και της πήρε και μια τούφα μαλλί για ενθύμιο. Κάνανε πόσα χρόνια να ξαναμιλήσουν.
Το καλοκαίρι του 70 και ενώ η θεία ήταν 50 χρονών της κάνανε το πρώτο της προξενιό. Η μάνα μου πέταξε απ’ την χαρά της στη σκέψη πως θα την ξεφορτωθεί αλλά έλα μου που η θεία ούτε να τ’ ακούσει δεν ήθελε! Είχαμε δράματα στο σπίτι. Κλάμα και κακό η θεία απ’ τη μια, μπίρι μπίρι να την ψήσει η μάνα μου, απ’ την άλλη. Δεν τον ήθελε γιατί ήταν μεγάλος. Κι εδώ που τα λέμε δίκιο είχε (αυτό τώρα το καταλαβαίνω γιατί τότε μου φαίνονταν συνομήλικοι). 73 χρονών ήταν ο κυρ-Νίκος. Τρία χρόνια μεγαλύτερος απ’ την γιαγιά μου! Αυτό που την έκανε τελικά τη θεία να πει το ναι, ήταν η σχέση του κυρ-Νίκου με την Αμερική. Έτσι η θεία στα 51 της παντρεύτηκε κι ο κυρ-Νίκος έγινε μπάρμπα-Νίκος.
Ο μπάρμπα-Νίκος… βίος και πολιτεία! Ζωή σαν μυθιστόρημα! Γεννήθηκε σ’ ένα χωριό κοντά στο δικό μας, από μια πολύ φτωχιά αλλά μεγάλη οικογένεια. Όταν λέμε φτωχιά εννοούμε ότι δεν είχαν να φάνε και για χωριό εκείνης της εποχής, αυτό ήταν πραγματικά παράξενο. Ούτε χωραφάκι ούτε κατσικούλα είχαν. Μεγάλωσε με λάχανα, έλεγε, που μάζευε η μάνα του. Έτσι έζησε μέχρι τα 15 του. Τόσο ήταν το καλοκαίρι που γύρισε η Ελληνοαμερικάνα να επισκευάσει το πατρικό της. Τον λυμπίστηκε ή άλλοι ήταν οι λόγοι, πάντως πήγε στον πατέρα του και τον ζήτησε σε γάμο. Ο πατέρας ενθουσιάστηκε. Και ένα στόμα λιγότερο και αμερικάνικη βοήθεια. Έτσι ο 15χρονος Νικολάκης παντρεύτηκε την 38χρονη Ελληνοαμερικάνα. Επειδή δεν έδινα και μεγάλη σημασία τότε αλλά μου μένανε τα πιο ευχάριστα κομμάτια, θυμάμαι την ιστορία που έλεγε για την επομένη του γάμου του. Έπρεπε, λόγω ενός εθίμου, να πάνε σε μια βρύση λίγο έξω απ’ το χωριό να πάρουν νερό. Στο δρόμο ο γαμπρός το ‘σκασε και πήγε να βρει τους φίλους του να παίξει. Η νύφη πήγε μόνη της στη βρύση και τον μάζεψε στον γυρισμό για να ολοκληρώσουν το έθιμο. Και δεν ήταν η τελευταία φορά που της το έσκασε. Με την πρώτη ευκαιρία έτρεχε για παιχνίδι. Οι φίλοι του τον ζήλευαν που ζούσε τόσο άνετα πια, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι ήταν παντρεμένος. Σαν υιοθετημένο τον έβλεπαν μάλλον.
Η Ελληνοαμερικάνα είχε πει στον πατέρα του πως δεν θα έφευγαν ποτέ απ την Ελλάδα αλλά δύο χρόνια μετά, όταν έμεινε έγκυος, πήρε το Νικολάκη και γύρισε στην Αμερική με το πρόσχημα ότι ήθελε να γεννηθεί το παιδί εκεί. Θα ξαναγύριζαν είπε αλλά ο Νικολάκης δεν ξαναείδε τη μάνα του και τον πατέρα του ποτέ. Τα εύκολα χρόνια είχαν περάσει για κείνον και είχε αρχίσει η εποχή της σκληρής δουλειάς.
Τη χρονιά που ο Νίκος γινόταν 46 χρονών έμεινε χήρος και ο γιος του μπήκε φυλακή για τον φόνο ενός Ρουμάνου. Από κει και μετά μέχρι που γύρισε στην Ελλάδα και παντρεύτηκε τη θεία Τασία δεν ξέρουμε και πολλά πράγματα. Ούτε κανένας ήξερε, ούτε ο ίδιος έλεγε, αλλά ούτε και τον ρωτήσαμε ποτέ. Φήμες μόνο λέγανε ότι με τον γιο του δεν ξαναμίλησε ποτέ και ότι κάποτε τον ειδοποίησαν ότι πέθανε.
Η θεία Τασία παρ’ όλο που δεν πήρε τον παιδαρά που ονειρευότανε, πέρασε καλά με το μπάρμπα-Νίκο. Ό,τι ήθελε το είχε. Χατίρι δεν της χάλασε ποτέ ούτε για το τι θα πάρει, ούτε για το τι θα φορέσει ούτε για το που θα πάει. Μέχρι και ταξιδάκι στην Αμερική την πήγε. Ε, ρε δόξες! Αμερικάνα γύρισε. Με τα ο.κ της, τα σιουρ της, τα μπα-μπαι της και τη λιέμουν πάι! Διότι μπορεί τώρα πια όταν άκουγε περιστέρια να αναπολούσε το Σικάγου και τα ρούχα της να ήταν όλα φανταχτερά ζέρσει, όμως η προφορά… προφορά!!!
Αχ ρε θειά να είσαι καλά εκεί που είσαι κι αν, λόγω εποχής, κουλουκυθουλούλδα δεν μπορώ να φτιάξω … έτσι προς τιμή σου, μια λιέμουν- πάι θα τη βγάλω στο τραπέζι αυτής της Κυριακής!
Υ.Γ.: Το 2016 η θεία Τασία έφυγε από κοντά μας σε ηλικία 98 χρονών.
Κουλουκυθουλούλδα
Συστατικά
Ανθούς κολοκυθιάς (όσους μπορέσω να συγκεντρώσω, περίπου 20) φρέσκους και μεγάλους.
1 κούπα ρύζι για σούπα
1/2 κούπα ρύζι για πιλάφι
1 κούπα ντομάτα
μαϊντανό και δυόσμο ψιλοκομμένα
αλάτι – πιπέρι
1/2 κούπα ελαιόλαδο
1 και 1/2 κούπα νερό
Οδηγίες
Αφού πλύνω τα λουλουδάκια, αφαιρώ προσεκτικά τους στήμονες από το εσωτερικό τους (σε μερικές περιοχές δεν τους αφαιρούν) χωρίς να ανοίξω τρύπα στο κάτω μέρος του.
Ανακατεύω σε γαβάθα όλα τα υλικά (εκτός από το νερό) και γεμίζω τα λουλουδάκια στρίβοντας στο τέλος τις κορυφές τους απαλά και κλείνοντας τα μ’ αυτές για να μην αδειάσει η γέμιση και για να ψηθεί το ρύζι. Τα αραδιάζω σε κατσαρόλα φαρδιά, καλά στριμωγμενα για να μην ανοίξουν.
Προσθέτω το νερό και αφήνω να μαγειρευτούν σε χαμηλή φωτιά για καμιά ωρίτσα μέχρι να σωθεί το νερό. Δεν τα καπακώνω με πιάτο, δεν χρειάστηκε ποτέ.
Διαβάστε περισότερο: Κολοκυθολούλουδα γεμιστά http://www.sintagespareas.gr/sintages/kolokitholoulouda-gemista.html#ixzz1NSJNmld2
Lemon pie
Συστατικά
Για τη ζύμη:
· 1 κούπα βούτυρο ή μαργαρίνη
· 1/3 της κούπας ζάχαρη
· 2 κρόκους
· 2 κουταλιές κονιάκ
· 2 βανίλιες
· 3 κούπες αλεύρι για όλες τις χρήσεις
· 1 κουταλάκι μπεικιν παουτερ
· λιγο αλατι
Για την κρέμα:
· 1 1/2 φλυτζάνια τσαγιού ζάχαρη
· 4 κουταλιές σούπας κόφτες κορν φλάουερ
· 4 κουταλιές σούπας κοφτές αλεύρι
· ελάχιστο αλάτι
· 3 κροκαδια αυγών
· 6 κουταλιές σούπας χυμό λεμονιού
· ξύσμα από ένα λεμόνι
· λίγο φρέσκο βούτυρο
Για τη μαρέγκα:
· 3 ασπράδια αυγών
· ελάχιστο κρεμοριο
· 8- 10 κουταλιές σούπας ζάχαρη άχνη
· ξύσμα λεμονιού
Οδηγίες
- Αναμιγνύετε το αλεύρι με το αλάτι και προσθέτετε σε κομματάκια το βούτυρο.
- Τρίβετε το μείγμα, ωσότου γίνει ψιχουλιαστο.
- Προσθέτετε τη ζάχαρη και ανακατεύετε το μείγμα. Χτυπάτε το κροκαδι με το κονιάκ και ραντίζετε το μείγμα, ενώ το ανακατευτε.
- Μαζευτε τη ζύμη σε μια μπάλα και τη ζυμώνετε ελαφρά. Την αφήνετε στο ψυγείο σκεπασμένη επί 1/2 ώρα.
- Βάζετε τη ζύμη ανάμεσα σε δυο λαδόχαρτα και την ανοίγετε σε φύλλο στρόγγυλο,πάχους 3/4 περίπου εκατοστού.
- Βγάζετε το λαδόχαρτο από την επιφάνεια και αναποδογυρίζετε το φύλλο με το χαρτί, όπως είναι, σε φόρμα για τάρτες, διαμέτρου 24 εκατοστών.
- Ξεκολλάτε και το δεύτερο λαδόχαρτο και τρυπάτε το φύλλο με πιρούνι, σε διάφορα μέρη.
- Αφήνετε τη φόρμα με το φύλλο στο ψυγείο επί 1/2 ώρα.
- Την ψήνετε σε δυνατό φούρνο επί 10 λεπτά. Βγάζετε τη τάρτα και την αφήνετε να κρυώσει.
- Ετοιμάζετε τη κρέμα λεμονιού. Αναμιγνύετε τη ζάχαρη,το κορν φλάουρ, το αλεύρι και ελάχιστο αλατι.
- Προσθέτετε 2 φλυτζάνια τσαγιού νερό και βάζετε το μείγμα σε μέτρια φωτιά επί 1 λεπτό, ενώ το ανακατεύετε συχνά.
- Χτυπάτε τα κροκαδια και ρίχνετε μερικές κουταλιές από τη ζεστή κρέμα. Τα ρίχνετε στην υπόλοιπη κρέμα και την ανακατεύετεσε σιγανή φωτιά επί 5 λεπτά.
- Την αποσύρετε,από την φωτιά και πρόσθετε το χυμό και το ξύσμα λεμονιού και βούτυρο.
- Βάζετε την κρέμα λεμονιού, όταν γίνει χλιαρή, μέσα στην ψημένη τάρτα.
- Ετοιμάζετε τη μαρέγκα. Χτυπάτε τα ασπράδια με το κρεμοριο σε μαρέγκα, προσθέτετε τμηματικά τη ζάχαρη και χτυπάτε να σφίξει καλά.
- Βάζετε τη μαρέγκα πάνω στην κρέμα αφήνοντας την επιφάνεια ανώμαλη ή στολίζετε με το κορνε. Ψήνετε την τάρτα σε δυνατό φούρνο επί 8 λεπτά ή ωσότου η μαρέγκα ροδίσει.
- Την αφήνετε να κρυώσει τελείως και τη βάζετε κατόπιν στο ψυγείο.
Λίγα μυστικά ακόμα
Μπορείτε να τη βάλετε και στο γκριλ, αλλά θέλει πολύ προσοχή γιατί αρπαζει αμέσως!
Επίσης μπορείτε να βάλατε και λίγο ξύσμα λεμονιού μέσα στη μαρέγκα. Και είναι καλύτερη η γεύση της αν την αφήσετε ένα βράδυ στο ψυγείο. Καλή επιτυχία.
Διαβάστε περισότερο: Λέμον πάι http://www.sintagespareas.gr