
Σαλιγκάρια Και Τζίτζιφα
Όταν οι γονείς μου ήρθαν στην Αθήνα, ο πατέρας μου έφτιαξε, σχεδόν με τα χέρια του, μια παράγκα για να μείνουν. Εκεί έζησε ο αδερφός μου τα πρώτα του χρόνια. Εγώ ήρθα οχτώ χρόνια μετά όταν είχε ήδη κατασκευαστεί η… πολυτελής κατοικία στην οποία και μεγάλωσα. Κι αυτήν σχεδόν με τα χεράκια του την έφτιαξε ο πατέρας μου. Είχε δύο δωμάτια κι ένα κουζινάκι. Το μπάνιο ήταν έξω. Μισό να το πω πιο σωστά… το μπάνιο πήγαινε όπου θέλαμε καθότι ήταν μια μεταλλική σκάφη. Η τουαλέτα ήταν έξω. Χτισμένη από τσιμεντόλιθους είχε για σκεπή λαμαρίνα (όταν έβρεχε δεν σου έκανε καρδιά να βγεις από κει μέσα) και για πόρτα, κάτι ξύλινες τάβλες ενωμένες με κάποιο τρόπο που άφηνε κενά μεταξύ τους… για να αερίζεται ο χώρος φαντάζομαι! Το σπίτι αυτό φτιάχτηκε κολλητά στην παράγκα και έτσι είχαμε δύο σπίτια πια , που το ένα μπορούσαμε να το νοικιάσουμε. Έτσι μπήκε στη ζωή της μας η Ειρήνη!
Η Ειρήνη είχε γεννηθεί στα Χανιά της Κρήτης. Στα νιάτα της , έλεγαν όσοι την ήξεραν, ήταν καλλονή. Λεπτή, ψηλή, ξανθιά με μεγάλα πράσινα μάτια. Χαμός γινόταν όταν πέρναγε και τα προξενιά το ένα πίσω απ’ το άλλο ερχόντουσαν. Κάποια στιγμή ερωτεύτηκε έναν στρατιωτικό και τον αρρεβωνιάστηκε. Τελικά δεν παντρεύτηκε ποτέ όμως γιατί εκείνος σκοτώθηκε στον πόλεμο κι εκείνη δεν ασχολήθηκε με το θέμα γάμος ποτέ πια. Στην ουσία, στον πόλεμο η Ειρήνη έχασε τα πάντα. Η οικογένεια της ξεκληρίστηκε. Μόνο αυτή και οι δυο της αδερφές επέζησαν. το σπίτι της έγινε στάχτη και η σχολή ραπτικής που είχε καταστράφηκε από βόμβα. Έτσι έγινε από δήμαρχος κλητήρας. Μετά από πολλές περιπέτειες βρέθηκε στην Αθήνα άπορη να προσπαθεί να επιβιώσει και να φροντίσει και τις μικρότερες αδερφές της. Οι αδερφές της τελικά στάθηκαν τυχερές γιατί έκαναν και οι δύο πολύ καλούς γάμους. Θυμάμαι ότι η μία είχε και υπηρέτριες. Η Ειρήνη τότε έμεινε εντελώς μόνη να προσπαθεί με τη βελόνα της και την βοήθεια της εκκλησίας να τα βγάλει πέρα. Το μικρό ενοίκιο της παράγκας ήταν που την έφερε στην πόρτα μας.
Η Ειρήνη για μένα έγινε κάτι σαν δεύτερη μαμά. Ηλικιακά θα ταίριαζε περισσότερο σαν γιαγιά μου αλλά δε μπόρεσα ποτέ να την δω έτσι. Ίσως να οφείλεται στα χέρια της αυτό. Μακριά δάχτυλα με μακριά περιποιημένα νύχια. Πανέμορφα χέρια και τόσο απαλά! Ακόμη και σήμερα όταν τα φέρνω στο μυαλό μου νομίζω πως νιώθω το απαλό της χάδι. Ήταν η απαλότητά τους ή η αγάπη της για μένα που έκανε αυτό το χάδι τόσο γλυκά απαλό; Πραγματικά δεν ξέρω. Για την Ειρήνη έγινα το παιδί που ποτέ δεν έκανε. Μου έδωσε όλα όσα είχε. Την ζεστασιά της, την καλοσύνη της, την αγκαλιά της και τον χρόνο της. «Γιγίνη μου μ’ αγαπάς;» Την τρέλαινα μ’ αυτή την ερώτηση και κείνη μου απαντούσε πάντα. «Σ’ αγαπάω τοοοοοσο πολύ!!» και μ’ έκλεινε στην αγκαλιά της.
Τις περισσότερες ώρες της μέρας ήμουν στο δικό της σπίτι παρά στο δικό μου. Εκεί έπαιζα, εκεί έτρωγα κι εκεί κοιμόμουν τα μεσημέρια. Πάντα φρόντιζε το φαγητό της να είναι το καλύτερο, για μένα. Πάντα θα μου είχε κι ένα γλυκάκι για το απόγευμα. Δε μπορούσε ποτέ να μου χαλάσει χατίρι. Στο σπίτι της ο αρχηγός ήμουν εγώ. «Γιγίνη θα με πάρεις αγκαλιά;» κι εκείνη μ’ έπαιρνε κι ας ήταν μπροστά στη ραπτομηχανή. Πόσο μ’ άρεσε εμένα όμως αυτό! Να είμαι στη ζεστή αγκαλίτσα της και να βλέπω εκείνες τις ολόισιες γραμμές από κλωστή να σχηματίζονται πάνω στα ρούχα! Τα απογεύματα του καλοκαιριού καθόταν στο σκαλί της εξώπορτας κι εγώ πήγαινα και κούρνιαζα στην ποδιά της. Γύρω μας τα κρίνα και οι ντάλιες της και κείνη να μου λέει παραμύθια ή ιστορίες απ τη ζωή της, μέχρι που βράδιαζε. Αλλά και τα βράδια ήταν ωραία. Τρώγαμε στην αυλή και μετά εκείνη συζητούσε με τη μαμά μου κι εγώ ξαπλωμένη μέσα στη σκάφη δεν χόρταινα να τις ακούω. Το χειμώνα ήταν που δεν ξεκόλλαγα καθόλου απ το σπίτι της. Εκεί, δίπλα στην ξυλόσομπα την έβγαζα κι η Ειρήνη μου έψηνε κάστανα και μήλα ή κυδώνια. Κι όταν έβρεχε… αααχ τι χαρά ήταν αυτή!! Περίμενα με αγωνία να σταματήσει η βροχή για να βγούμε με την Ειρήνη να μαζέψουμε σαλιγκάρια! Τι νοστιμιά ήταν αυτή όταν τα μαγείρευε! Ούτε ξανάφαγα ούτε έφτιαξα ποτέ τόσο νόστιμα σαλιγκάρια σαν εκείνα της Ειρήνης. Θυμάμαι που τα βάζαμε σε ένα καλάθι με κληματόβεργες να προεξέχουν και ρίχναμε μέσα αλεύρι. Τα αφήναμε 3-4 μέρες για να καθαρίσουν και μετά (αφού πρώτα μαζεύαμε και τους δραπέτες μέσα απ το σπίτι) τα μαγειρεύαμε. Αυτό ήταν το Πάσχα για μένα!
Η Ειρήνη με τις αδερφές της δεν είχε και συχνή επαφή. Κάνα τριάρι φορές το χρόνο πήγαινε κι έμενε μαζί τους για καμιά βδομάδα. Οι χειρότερες βδομάδες της ζωής μου ήταν εκείνες. Ξεκίναγα το κλάμα δυο μέρες πριν και το μόνο τρόπο που είχε βρει η Ειρήνη για να με ηρεμεί ήταν να μου υποσχεθεί ότι θα μου φέρει τζίτζιφα. Τρελαινόμουνα για τζίτζιφα και τζιτζιφιές υπήρχαν μόνο στον κήπο της αδερφής της. Έτσι έκανα την καρδιά μου πέτρα και πλήρωνα το τίμημα.
Πήγαινα Ε΄ δημοτικού όταν οι γονείς μου αποφάσισαν να μεγαλώσουν το σπίτι. Να φτιάξουν μια κουζίνα της προκοπής, το κουζινάκι να γίνει μπάνιο και ένα δωμάτιο για μας τα παιδιά. Για να γίνουν όμως αυτά έπρεπε να γκρεμιστεί η παράγκα κι αυτό σήμαινε ότι η Ειρήνη έπρεπε να φύγει. Όλοι είχαν στενοχωρηθεί αλλά εγώ είχα βαλαντώσει στο κλάμα. Όμως ο από μηχανής θεός έβαλε το χεράκι του. Στον πρώτο παράλληλο δρόμο υπήρχε ένα σπιτάκι που νόμιζες ότι είχε φτιαχτεί για κούκλες. Ένα κουζινάκι κι ένα δωμάτιο, αλλά πάρα πολύ μικρά. Αυτό για χρόνια ήταν ακατοίκητο. Δεν θυμάμαι πως αλλά η Ειρήνη πήγε να μείνει εκεί. Μπορεί να ήταν στον από κάτω δρόμο αλλά αν πήγαινες μέσα απ τα χωράφια (ναι υπήρχαν χωράφια ακόμη τότε), ήταν πέντε βήματα. Άσε που μόλις έβαζε μια φωνή η μάνα μου, την άκουγα. Έτσι συνεχίσαμε τη ζωή μας με πέντε βήματα διαφορά.
Όταν πήγαινα γυμνάσιο όμως η Ειρήνη απομακρύνθηκε λίγο παραπάνω. Αλλά τότε χαρήκαμε όλοι. Κάποια στιγμή στο παρελθόν, με τις οικονομιούλες της είχε αγοράσει ομόλογα. Όχι τίποτα σπουδαίο φυσικά. Είχε όμως την τύχη σε κάποια κλήρωση που έγινε να κερδίσει κάποια εκατομμύρια. Μ΄ αυτά αγόρασε ένα διαράκι. Η πολυκατοικία ήταν στον ίδιο δρόμο με μας αλλά πολύ χαμηλά. Δεν ήταν η απόσταση όμως που μας χώρισε. Ήταν η δική μου ζωή που είχε αλλάξει. Το σχολείο που πήγαινα ήταν στο κέντρο της Αθήνας και μετά το σχολείο πήγαινα φροντιστήριο. Με λίγα λόγια έφευγα το πρωί και γυρνούσα το βράδυ. Το σαββατοκύριακο φρόντιζα να περνάω πολλές ώρες μαζί της αλλά όσο τα χρόνια περνούσαν όλο και πιο λίγο την έβλεπα. Παρ’ όλο που εκείνη ήταν πολλές ώρες στο σπίτι μας, εγώ έλειπα. Μετά άρχισε η υγεία της να μην πηγαίνει και πολύ καλά. Η μαμά μου δεν έφευγε λεπτό από κοντά της κι εγώ προσπαθούσα να την βλέπω όσο πιο πολύ μπορούσα. Το Μάη του 85 παντρεύτηκα. Η Ειρήνη δεν μπόρεσε να έρθει στην εκκλησία αλλά την φέραμε μετά στο σπίτι, γιατί ήθελε να με δει νυφούλα. Χαίρομαι που τότε είχαν βγει τα βίντεο κι έτσι έχω τώρα μια κασέτα που στο τέλος της δείχνει την Ειρήνη να μπαίνει στολισμένη (πρέπει να είχε βάλει όσες δυνάμεις είχε για να το καταφέρει αυτό), να έρχεται κοντά μου, να μ’ αγκαλιάζει και να ακούγεται η φωνή της, σπασμένη απ την συγκίνηση, να λέει «κούκλα μου!!! Να ζήσεις!».
Τζίτζιφα δεν έχω ξαναφάει από τότε! Σαλιγκάρια όμως φτιάχνω και κάθε φορά που τα φτιάχνω γίνομαι ένα τόσο δα πιτσιρίκι που του λείπει η μαμά του και θέλει να κλάψει τοοοοσο πολύ!!!
Σαλιγκάρια γιαχνί
(4 άτοµα)
Υλικά
1 κιλό σαλιγκάρια
2 φλιτζάνια ψιλοκομμένη ντομάτα
1 φλιτζάνι λάδι ελιάς
5 κρεμμύδια
2 σκελίδες σκόρδο
1/2 κουταλάκι μπαχάρι
2 φύλλα δάφνης
αλάτι
πιπέρι φρεσκοτριμμένο
Για το γαρνίρισμα:
μαϊντανός ψιλοκομμένος
Τι κάνουμε:
Βάζουμε τα σαλιγκάρια σε ένα καλάθι σκεπασμένο και τα διατηρούμε ζωντανά, για τρεις μέρες, ταϊζοντάς τα με πίτουρο, προκειμένου να καθαρίσουν.Όταν πρόκειται να τα μαγειρέψουμε, τα ξεπλένουμε με άφθονο νερό ώστε να φύγουν όσο το δυνατόν περισσότερα από τα σάλια τους και τα βάζουμε σε ένα μεγάλο μπολ με νερό.Συγχρόνως, βάζουμε νερό σε μια κατσαρόλα και το αφήνουμε να βράσει.Μόλις τα σαλιγκάρια βγάλουν τα κεφάλια τους έξω από το κέλυφος, τα μεταφέρουμε στην κατσαρόλα με το καυτό νερό, τα ζεματίζουμε και κατόπιν τα στραγγίζουμε, κόβουμε-τρυπάμε τις άκρες στο πίσω μέρος με ένα μυτερό μαχαιράκι και τα ξεπλένουμε πάλι για να φύγουν τα ψιλά κομματάκια από το κέλυφος.Στη συνέχεια τα βάζουμε πάλι στην κατσαρόλα, μαζί με άφθονο νερό, τα αφήνουμε να βράσουν για περίπου 5-6 λεπτά, ξαφρίζοντάς τα σε τακτά χρονικά διαστήματα και μετά τα στραγγίζουμε και τα βάζουμε σε ένα μπολ.Σε μια άλλη ρηχή κατσαρόλα, ζεσταίνουμε το λάδι και σοτάρουμε τα κρεμμύδια και το σκόρδο ψιλοκομμένα. Στη συνέχεια προσθέτουμε στην κατσαρόλα το πιπέρι, το αλάτι, το μπαχάρι και τα φύλλα δάφνης, ανακατεύουμε, αφήνουμε να βράσουν για 2 λεπτά και μετά ρίχνουμε στην κατσαρόλα τα σαλιγκάρια και την ντομάτα.Χαμηλώνουμε τη φωτιά και τα σιγοβράζουμε για περίπου 20 λεπτά, έως ότου τα σαλιγκάρια μαλακώσουν.Αφού βράσουν, τα μεταφέρουμε σε μια πιατέλα σερβιρίσματος, τα περιχύνουμε με τη σάλτσα τους, αφού αφαιρέσουμε τη δάφνη, τα πασπαλίζουμε με τον ψιλοκομμένο μαϊντανό και σερβίρουμε.