Η Παρασκευή του Αδύνατου


Έσπρωξε τα μαλλιά του προς τα πάνω, κάνοντας τα δάχτυλά του τσατσάρα, για πολλοστή φορά. Άλλο ένα ανούσιο βράδυ για να της κάνει το χατίρι και να γλιτώσει την γκρίνια της. Δεν τη γλίτωσε όμως. Σαν να είχε έναν οδοντιατρικό τροχό δίπλα στο αυτί του τόσες ώρες· φύσαγε και ξεφύσαγε κι ο τροχός δεν άλλαζε ούτε θέση ούτε ρυθμό. Καταράστηκε για ακόμη μια φορά τα χρέη του πατέρα του που του φόρτωσαν αυτή τη γυναίκα. Με τα λεφτά της αγόρασε τον πατέρα του, τα όνειρά του, τα ταλέντα του… τη ζωή που θα ’θελε πραγματικά να ζήσει. Η μουσική δυνάμωσε και έγινε χορευτική. Κάποιοι σ’ αυτόν τον κόσμο διασκέδαζαν. Κάτι του πλάκωνε το στήθος απόψε. Ξαφνικά η καθημερινότητα έγινε αβάσταχτη. Σηκώθηκε απότομα, σαν κάποιος να τον έσπρωξε.
«Φεύγω!» της είπε, και πριν γυρίσει την πλάτη, πρόλαβε να δει το στριφνό, έκπληκτο πρόσωπό της.
«Φοίβο!» του φώναξε κι εκείνος γύρισε πίσω. Της πέταξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και βγήκε σχεδόν τρέχοντας από την αίθουσα. Το σιχαινόταν το όνομά του όταν έβγαινε απ’ το στόμα της.
Κάποιος πέρασε σαν σίφουνας από δίπλα της και το τσαντάκι της βρέθηκε στο πάτωμα. Το κοίταξε αδιάφορα και συνέχισε να παίζει με τα κλειδιά που της άφησε ο άντρας της φεύγοντας. Έπρεπε, για μια φορά ακόμη, να αντιπροσωπεύσει την οικογένεια. Μόνη της — όπως πάντα. Για μια στιγμή ανέβηκαν δάκρυα στα μάτια της καθώς συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε άνθρωπος πάνω σ’ αυτή τη γη που να τον νοιάζει πού βρίσκεται. Ή και αν βρίσκεται κάπου γενικότερα. Ο άντρας της είχε επαγγελματικό δείπνο, είπε. Οι γονείς της είχαν φύγει εδώ και πολλά χρόνια και παιδιά δεν έκανε ποτέ, γιατί ο αφέντης δεν ήθελε δεσμεύσεις. Της είχε καταστρέψει τα πάντα. Από ολόκληρη τη ζωή της, μέχρι κι αυτό το τελευταίο βράδυ. Φαινόταν ξεκάθαρα στο πρόσωπό της ότι απείχε δευτερόλεπτα από την έκρηξη. Έσκυψε, πήρε το τσαντάκι της και έτρεξε προς την έξοδο.
«Ελένη!» κάποιος φώναξε το όνομά της, αλλά δεν γύρισε.
Βγήκε στον καθαρό αέρα και δεν σταμάτησε να τρέχει. Κατέβηκε τις μεγαλοπρεπείς σκάλες και έφτασε στο αυτοκίνητο. Ακούμπησε πάνω του, προσπαθώντας να πάρει ανάσα. Κάποιος της άγγιξε το χέρι και συγχρόνως μια βαθιά φωνή χάιδεψε τα αυτιά της.
«Είστε καλά;»
Σήκωσε τα μάτια της και το βλέμμα της πλατσούρισε μέσα σ’ αυτό το βαθύ μπλε των ματιών του και μετά κατέβηκε και στριφογύρισε στα απίστευτα χείλη του. Κατάπιε με δυσκολία. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή και τα μάτια της δεν έφευγαν από πάνω του. Τώρα κατηφόριζαν στους ώμους του κι ανεξέλεγκτα έπεφταν στο στέρνο του, προσπαθώντας να χωθούν μέσα από το πουκάμισό του. Πήρε βαθιά ανάσα. Ο αέρας που μπήκε βίαια μέσα της σαν να την ζάλισε. Νόμισε ότι θα έπεφτε, αλλά βρέθηκε μέσα στα δυνατά του χέρια να απολαμβάνει με όλο της το είναι αυτή την υπέροχη ατυχία. Στην προσπάθειά του να την κρατήσει όρθια, την έκλεισε στην αγκαλιά του κι εκείνη άκουγε τη βαθιά του φωνή να προσπαθεί να τη συνεφέρει.
«Είμαι καλά…» ψιθύρισε, αλλά εκείνος δεν την άφησε. Την κοιτούσε με μια γλυκιά ανησυχία που της έφερε ξανά δάκρυα στα μάτια.
«Ευχαριστώ!» είπε και πήγε να ορθώσει το κορμί της, αλλά τα πόδια της λύγισαν.
Στην προσπάθειά του να την συγκρατήσει, τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της… Τι συνέβη μέσα της και έκανε αυτή τη γυναίκα —που δεν είχε κοιτάξει άλλον άντρα εκτός απ’ τον δικό της— να τυλίξει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και να κολλήσει τα χείλη της στα δικά του; Μα και τι έκανε αυτόν τον άντρα να ανταποκριθεί τόσο γλυκά και τόσο ολοκληρωτικά στο φιλί της; Σταμάτησαν και κοιτάχτηκαν.
«Πάμε να φύγουμε από ’δω;» είπε με τη βαθιά φωνή του που έδινε τόσες υποσχέσεις.
«Ναι!» είπε μόνο και του έδωσε τα κλειδιά της.
Η πόρτα του ξενοδοχείου έκλεισε πίσω τους με έναν ξερό ήχο. Η Ελένη δεν πρόλαβε να το σκεφτεί. Ο Φοίβος την άρπαξε και την κόλλησε στον τοίχο· το φιλί του ήταν βίαιο, απελευθερωτικό, σαν να ξεκλείδωνε όλα όσα κρατούσε χρόνια μέσα της. Τα ρούχα είχαν πέσει στο πάτωμα, τα σεντόνια είχαν μπερδευτεί γύρω τους, κι εκείνος δεν σταματούσε να τη φιλά με μανία. Η Ελένη ένιωθε το κορμί της να λυγίζει κάτω από το βάρος του, αλλά δεν ήθελε να σταματήσει ούτε στιγμή.
«Δε σε χορταίνω…» ψιθύρισε βαριά, με την ανάσα του να καίει τον λαιμό της. «Κοίτα τι μου κάνεις…»
Το χαμόγελό της βγήκε μέσα από αναστεναγμό∙ ήταν σαν να την τύλιγαν οι λέξεις του όσο δυνατά την τύλιγαν και τα χέρια του. Δεν υπήρχε χρόνος ούτε χώρος. Μόνο δύο κορμιά που ξανάβρισκαν την ανάσα τους μέσα από τη φωτιά του άλλου.
Όταν κόπασαν για λίγο, έμειναν ξαπλωμένοι, τα κορμιά μπερδεμένα, τα σεντόνια ανάστατα. Εκείνος γύρισε στο πλάι και την κοίταξε.
«Πώς σε λένε;» ρώτησε χαμηλόφωνα.
«Ελένη.»
Χαμογέλασε.
«Ελένη…» επανέλαβε, σαν να το χάραζε.
«Κι εσένα;»
«Φοίβο.»
Έκλεισε τα μάτια της και το άφησε να κυλήσει στη γλώσσα της.
«Φοίβο… Σου πάει.»
Δεν χρειάστηκε άλλη λέξη. Τον τράβηξε ξανά πάνω της και όλα ξανάρχισαν. Το πάθος τους μιλούσε πιο δυνατά απ’ τις λέξεις: το γέλιο της κάθε φορά που τη φιλούσε στον λαιμό, το πείσμα του να τη χαζεύει με μάτια μισότρελα — λες και ήθελε να τη μάθει απ’ την αρχή—, η δική της λαχτάρα να τον αγγίζει ξανά και ξανά σαν να φοβόταν ότι θα της τον πάρει ο χρόνος. Το ξημέρωμα τους βρήκε κουρασμένους, μα γεμάτους. Το φως έμπαινε από τις γρίλιες, απλωνόταν πάνω τους σαν μυστική συμφωνία, κι εκείνη άπλωσε το χέρι της και άγγιξε το πρόσωπό του.
«Θέλω να σε ξαναδώ» είπε.
«Δώσε μου το τηλέφωνό σου» απάντησε εκείνος χωρίς δισταγμό «δεν μπορώ να μείνω χωρίς αυτό που ζήσαμε απόψε.» πληκτρολόγησε τον αριθμό της στο κινητό του και την κάλεσε αμέσως.
Μια εβδομάδα μετά και ύστερα από πολλές γρήγορες και ξαφνικές συναντήσεις, βρέθηκαν ξαπλωμένοι ξανά στο ίδιο κρεβάτι. Εκείνη, λαχανιασμένη ακόμη ανασηκώθηκε. Μάζεψε νευρικά τα μαλλιά της πίσω.
«Δεν γίνεται να μένουμε έτσι, στον αέρα. Πρέπει να ξέρουμε πότε θα βλεπόμαστε.» Ο Φοίβος την κοίταξε.
«Εσύ πότε μπορείς;»
«Ο άντρας μου συνήθως Δευτέρα και Τετάρτη είναι σπίτι. Πέμπτη έχει δουλειά αργά, αλλά δεν είναι σίγουρο…»
«Τρίτη δεν γίνεται — η γυναίκα μου μένει μέσα. Πέμπτη… δύσκολη.» Έμειναν για λίγο να λογαριάζουν, σαν να έκαναν μυστικό πρόγραμμα σε χαρτί.
«Την Παρασκευή;» είπε διστακτικά εκείνη. «Ο άντρας μου έχει τένις και μετά βγαίνει με τους φίλους του. Γυρίζει αργά.» Τα μάτια του φωτίστηκαν.
«Κι η γυναίκα μου έχει τις φίλες της για χαρτί… ώρες ολόκληρες.» Χαμογέλασαν ταυτόχρονα. «Η Παρασκευή, λοιπόν;» Εκείνη αναστέναξε.
«Μμμμ ναι. Η Παρασκευή του αδύνατου!»
Κι έτσι κύλησαν πολλές εβδομάδες. Το Σάββατο ήταν πάντα βαρύ. Ο νους τους γύριζε στη νύχτα που πέρασε.
Την Κυριακή ερχόταν μήνυμα: «Ένα φιλάκι μόνο κι έφυγα!».
Την Τρίτη ερχόταν άλλο μήνυμα: «Πέντε λεπτά. Πες μου ότι μπορείς». Κι έβρισκαν ένα αυτοκίνητο, ένα πάρκινγκ, για ένα φιλί πιο δυνατό κι από ώρες μαζί.
Την Τετάρτη, σε μια καφετέρια γεμάτη κόσμο, μιλούσαν σαν ξένοι — αλλά τα μάτια τα έλεγαν όλα. Την Πέμπτη η ανυπομονησία τους έκαιγε. Κι η Παρασκευή ήταν πάντα το ιερό ραντεβού, πίσω από την πόρτα του ίδιου δωματίου.
Μια Παρασκευή, όμως, ο Φοίβος έμεινε σιωπηλός. Την αγκάλιασε σφιχτά, πιο σφιχτά απ’ όσο συνήθιζε.
«Δεν μου φτάνει αυτό, Ελένη» είπε βαριά. «Δεν μου φτάνει μια μέρα.» Εκείνη χαμογέλασε με κόπο.
«Αυτή η μέρα είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχουμε. Δεν το καταλαβαίνεις;» Δεν απάντησε. Μόνο την κράτησε ακόμη πιο δυνατά, σαν να φοβόταν ότι θα του φύγει.
«Σ’ αγαπώ τόσο πολύ που κόβεται η ανάσα μου… δεν μπορώ να αναπνεύσω μακριά σου! Δεν αντέχω να σκέφτομαι ότι φεύγεις από μένα και πας σ’ εκείνον.»
Κι έτσι, από ένα μικρό παράπονο, άρχισε να γεννιέται το ρήγμα· στην αρχή ψίθυρος, μετά λέξη, ύστερα κραυγή. Και οι Παρασκευές, που κάποτε ήταν καταφύγιο, έγιναν σιγά σιγά πεδίο μάχης. Η Ελένη έβλεπε τον Φοίβο να αλλάζει μπροστά στα μάτια της: κάθε Παρασκευή πιο απαιτητικός, πιο παράλογος, πιο καυστικός. Εκείνη την Παρασκευή ξύπνησε με κακό προαίσθημα. Δεν την χωρούσε ο τόπος· τα μάτια της ήταν κολλημένα στο ρολόι κι όμως οι δείκτες δεν κουνιόντουσαν. Μέχρι να έρθει η ώρα να τρέξει κοντά του ένιωσε πως είχαν περάσει μέρες. Έφτασε στο ξενοδοχείο κι ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Χτύπησε την πόρτα και, μόλις της άνοιξε, όρμησε στην αγκαλιά του… Όμως τίποτα δεν ήταν ίδιο. Το ένιωσε αμέσως από το άκαμπτο σώμα του. Η καρδιά της βούλιαξε. Εκείνος σχεδόν την απομάκρυνε και πήγε προς το παράθυρο. Άναψε τσιγάρο, πήρε μια βαθιά ρουφηξιά, φύσηξε τον καπνό και την κοίταξε. Τα μάτια του δεν ήταν πια τα μάτια του δικού της Φοίβου.
«Ελένη… τελειώσαμε. Εγώ δεν μπορώ να προχωρήσω άλλο.» Τα χέρια της πάγωσαν κι ένιωθε το πρόσωπό της να καίει. «Δεν θα πεις κάτι;» Δεν είχε να πει τίποτα. Τι λένε μπροστά στον θάνατο; Αυτό ήταν· τελείωσε.
Κατέβηκε σαν τρελή στον δρόμο. Όλα ήταν θαμπά κι ασπρόμαυρα. Έτρεξε με όλη της τη δύναμη και μετά σωριάστηκε σ’ ένα παγκάκι. Μονολογούσε και έλεγε το όνομά του — ξέροντας πως δεν μπορεί να τον φωνάζει πια. Ήθελε να γυρίσει πίσω να τον προλάβει και να τον παρακαλέσει να το ξανασκεφτεί, αλλά ήξερε πως δεν έχει νόημα. Το τελευταίο βλέμμα του έμοιαζε σαν να ήταν ήδη χιλιόμετρα μακριά. Έμεινε ώρες ακίνητη στο παγκάκι. Όταν σηκώθηκε, ένιωθε πως δεν μπορούσε να μεταφέρει το κορμί της αλλού. Κι έτσι, σ’ αυτή την κατάσταση, πέρασε πάνω από μήνας.
Ένα βράδυ, βγαίνοντας απ’ το σπίτι, τον είδε σ’ ένα παγκάκι στο απέναντι πάρκο. Δεν ξαφνιάστηκε — πολλές φορές νόμιζε ότι τον έβλεπε στο δρόμο, στο σούπερ μάρκετ, στο φαρμακείο. Όμως τότε εκείνος σηκώθηκε και κατάλαβε πως ήταν αυτός. Πήγε προς το μέρος του, πιο πολύ για να σιγουρευτεί, αλλά εκείνος της άπλωσε το χέρι. Το βλέμμα του ήταν του δικού της Φοίβου. Δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Χώθηκε στην αγκαλιά του και έκλαψε σαν παιδί. Στιγμές αργότερα ξαναζούσε στην αγκαλιά του το όνειρο. Τον άγγιζε και τον φιλούσε σαν πρώτη φορά, κι εκείνος της έλεγε: «Συγγνώμη… σ’ αγαπώ.» Ο Φοίβος τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και έμεινε για λίγο ακίνητος στο παράθυρο. Η Ελένη τον κοιτούσε σιωπηλή, τυλιγμένη στο σεντόνι. Γύρισε προς το μέρος της.
«Μη με κοιτάς έτσι… με καίει.»
«Δεν μπορώ αλλιώς» ψιθύρισε. «Σε κοιτάζω για να σιγουρευτώ πως είσαι εδώ.»
Έσβησε το τσιγάρο, το άφησε στο τασάκι, κι ήρθε ξανά κοντά της.
«Εδώ είμαι, Ελένη. Κι αυτή τη φορά δεν πάω πουθενά.»
Η Ελένη ξαναζούσε το θαύμα της Παρασκευής του αδύνατου και δεν το πίστευε. Πέρασαν αρκετές Παρασκευές για να πειστεί ότι ήταν ξανά κοντά της — όχι πολλές όμως για να ξαναρχίσουν οι παραλογισμοί και οι ζήλιες του.
«Να σταματήσεις να κοιμάσαι μαζί του… άλλαξε δωμάτιο… δεν ξέρω, κάνε κάτι!»
Η Ελένη τον κοίταζε θυμωμένη, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα.
«Δεν μπορώ άλλο με τη ζήλια σου, Φοίβο. Με πνίγεις!» Εκείνος σηκώθηκε, έκανε δυο βήματα σαν θηρίο στο κλουβί. «Εμένα με πνίγει η σκέψη ότι ξαπλώνεις δίπλα του κάθε βράδυ. Τον νιώθεις εκεί κι εγώ δεν αντέχω!»
«Μα εγώ είμαι εδώ μαζί σου!» φώναξε — κι η φωνή της έσπασε. Στάθηκε μπροστά της, την έπιασε από τους ώμους. Το βλέμμα σκοτεινό, απελπισμένο.
«Δεν ξέρω να σ’ αγαπάω αλλιώς… μόνο έτσι: με φωτιά που καίει και ζήλια που με τρώει. Μ’ εκείνον είσαι ασφαλής. Μαζί μου θα καείς.»
Ένας κόμπος της έκλεισε τον λαιμό· αντί να τον σπρώξει, χώθηκε στην αγκαλιά του. Κι εκείνος την έσφιξε σαν μοναδικό καταφύγιο. Είναι αλήθεια: σαν παγωμένο χέρι άγγιζε την καρδιά της κάθε φορά που μιλούσε έτσι. Φοβόταν τον πόνο στα μάτια του. Ό,τι κι αν προσπαθούσε να πει, δεν άλλαζε το σκεπτικό του. Ένα «σ’ αγαπώ και δεν αντέχω να…» είχαν γίνει πια οι εννιά στις δέκα φράσεις του.
Ο δεύτερος χωρισμός ήρθε τόσο ξαφνικά, που νόμισε πως την χτύπησε φορτηγό. Ήταν Παρασκευή, στο ίδιο ξενοδοχείο. Είχαν κάνει έρωτα ξανά και ξανά, με το ίδιο άσβεστο πάθος. Κι όταν ηρέμησαν και την είχε πια στην αγκαλιά του και τη φιλούσε, της ψιθύρισε γλυκά: «Πόσο τυχεροί θα ήμασταν αν δεν σ’ αγαπούσα τόσο…»
Η Ελένη τινάχτηκε και τον κοίταξε. Το βλέμμα του την έσβησε. Βυθίστηκε στο κρεβάτι και έφερε το σεντόνι στο πρόσωπό της. Σε λίγο έκλαιγε με αναφιλητά — αλλά εκείνος είχε φύγει εδώ και ώρα. Νύχτωσε μέχρι να μπορέσει να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Ήταν αδύνατο να το κυκλοφορήσει μέσα της. Τι άνθρωπος ήταν αυτός που την αγαπούσε; Κι αν την αγαπούσε, γιατί τώρα ήταν μόνη σ’ αυτό το ψυχρό δωμάτιο; Αν την αγαπούσε, πώς άντεξε να ανοίξει την πόρτα και να φύγει; Το μυαλό της είχε παραλύσει — όπως και τα χέρια, τα πόδια. Τα δάκρυα στέρεψαν και το στήθος της ανέβαινε-κατέβαινε, ψάχνοντας ανάσα. Η φωνή του αντήχησε καθαρά μέσα της: «Χωρίς εσένα δεν μπορώ να αναπνεύσω».
Η αναπνοή της βάρυνε κι άλλο. Όταν συνήλθε, έξω ήταν βαθύ σκοτάδι. Μάζεψε τα κομμάτια της και βγήκε στο δρόμο. Ο δροσερός αέρας την συνέφερε. Μέσα της τον είχε ήδη συγχωρέσει. Δεν έφταιγε — δεν άντεχε. Δεν άντεχε!
Δύο–τρεις μήνες μετά, το κινητό της χτύπησε στη σιωπή του σπιτιού. Δεν περίμενε τίποτα, δεν ήθελε τίποτα. Το πήρε αδιάφορα — μέχρι που είδε το όνομά του. Τα μάτια της θόλωσαν πριν ανοίξει το μήνυμα. Το πάτησε με χέρια που έτρεμαν: «Ελένη, μια Παρασκευή χωρίς εσένα είναι θάνατος. Μια Παρασκευή μαζί σου είναι κόλαση. Διάλεξε για μένα.»
Η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Κράτησε το τηλέφωνο σφιχτά, λες και ήθελε να σφραγίσει μέσα του τη φωνή του. Δεν μπορούσε να το αγνοήσει. Το ίδιο βράδυ, οι γρίλιες του ίδιου δωματίου άνοιξαν ξανά. Το σκηνικό το ίδιο, οι ηθοποιοί οι ίδιοι — μόνο το σενάριο έμενε να ταιριάξει. Η Ελένη ήταν σίγουρη πως θα ζούσε πάλι τα ίδια, αλλά δεν υπήρχε τίποτα που να την σταματήσει απ’ το να χωθεί στην αγκαλιά του. Αυτό που ζούσε όταν την άγγιζε δεν μπορούσε να το εξηγήσει σε κανέναν. Σταματούσε το σύμπαν στη στάση «ευτυχία». Κι όμως, μέσα της ήξερε πως όλο αυτό έχει ημερομηνία — αν όχι λήξης… παύσης. Ο Φοίβος έμοιαζε αλλιώτικος: ήρεμος, συγκαταβατικός, χωρίς εξάρσεις ζήλιας. Μια Παρασκευή, όμως, μπαίνοντας στο δωμάτιο, ένιωσε ότι κάτι δεν ήταν νορμάλ. Ούτε καφεδάκια, ούτε ποτάκια, ούτε φρουτάκια· κι ο Φοίβος ντυμένος ακόμη. Η Ελένη δεν είπε «γεια». Τον κοίταζε μόνο με αγωνία. Εκείνος γέλασε.
«Να φανταστώ ότι απορείς, ε;»
«Τι θες να πεις;»
«Πώς καταφέρνω τόσα χρόνια και σε κάνω να απορείς; Κι εγώ όμως απορώ… τι κάνεις μαζί μου;» Οι ώμοι της έγειραν. «Όχι πάλι, Φοίβο. Όχι πάλι τα ίδια. Σε παρακαλώ…» Τα μάτια του άστραψαν. Βρέθηκε μπροστά της.
«Με παρακαλείς ε; Για ό,τι με παρακαλείς πάντα;» Σαν να τρελάθηκε, άρχισε να της ξεκουμπώνει το πουκάμισο. «Φοίβο, τι κάνεις;» ψέλλισε. Εκείνος δεν σταμάτησε. Της έβγαλε τα ρούχα και την πέταξε στο κρεβάτι. Έπεσε πάνω της με δύναμη· τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
«Γιατί το κάνεις αυτό;» μπόρεσε να πει. Η φωνή του ήταν άγρια.
«Αυτό μόνο δεν θες από μένα;» Με μια κίνηση μπήκε μέσα της· εκείνη φώναξε από πόνο. Έκρυψε το πρόσωπό της στο στήθος του και έκλεισε τα μάτια. Φόβος, ντροπή, πόνος. Εκείνη τη στιγμή, αυτός ο άνθρωπος την μισούσε πραγματικά. Όταν ο θυμός του καταλάγιασε, σηκώθηκε, της πέταξε ένα σεντόνι και έφυγε. Η Ελένη έμεινε να κοιτάζει το ταβάνι, με τα μάτια να τρέχουν σαν βρύσες.
«Γιατί το έκανε αυτό; Γιατί να θέλει να διαλύσει ό,τι είχαμε;»
Μήνες πέρασαν. Η Ελένη είχε πειστεί ότι δεν θα τον ξαναδεί — μέχρι που παρουσιάστηκε και πάλι μπροστά της. Τον κοίταζε χωρίς να ανασαίνει και συνέχισε να περπατά χωρίς να του δώσει σημασία. Ό,τι είχαν είχε τελειώσει εκείνη τη μέρα. Δεν θα άντεχε ούτε να σταθεί δίπλα του — πόσο μάλλον να την αγγίξει. Ό,τι ένιωθε γι’ αυτόν είχε γίνει οργή, φόβος, σιχασιά. Έσφιξε τα χείλη, γύρισε αλλού το βλέμμα. Δεν θα τον άγγιζε ποτέ ξανά. Μα όταν τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του, το σώμα της πρόδωσε τα λόγια της. Εκείνος δεν μιλούσε — μόνο την κοιτούσε, σαν να της τραβούσε την ψυχή έξω απ’ το κορμί. Ήθελε να φύγει· κάθε λογική της το έλεγε. Μα τα πόδια δεν κουνήθηκαν. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα την είχε τραβήξει κοντά του. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή, τα μάτια της έτρεχαν ποτάμι, και τα χέρια της —αντί να τον σπρώξουν— τυλίχτηκαν γύρω του. Ώρες αργότερα βρισκόταν ξέπνοη στην αγκαλιά του. Αυτή η φορά ήταν διαφορετική. Δεν είχε γέλιο, δεν είχε κουβέντα, δεν είχε γλυκά βλέμματα.
Ήθελε τον Φοίβο της πίσω — δεν τολμούσε να το πει. Αυτός ο ξένος της πάγωνε την ψυχή, αλλά δεν ήθελε να φύγει από κοντά του. Όσο έμενε εκείνος —όπως κι αν έμενε— θα έμενε κι εκείνη. Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτόν. Θα ’θελε να ζήσει μόνο μ’ αυτόν.
Η Παρασκευή του αδύνατου είχε μπει πάλι σε λειτουργία, αλλά ήταν άλλη. Το ίδιο μέρος που κάποτε ήταν γιορτή, τώρα ήταν κατακόμβη. Ο Φοίβος ερχόταν, κάνανε σεξ και έφευγε. Αυτό και τίποτε άλλο. Έμοιαζαν με δάσος που είχε πάρει φωτιά και καιγόταν ό,τι είχε απομείνει. Πόσο κάνουν να καούν τα αποκαΐδια; Τόσο έμεινε κι ο Φοίβος.
Τον είδε πάλι στο παγκάκι. Έκανε δυο βιαστικά βήματα για να φύγει πριν αλλάξει γνώμη. Άκουσε το κάθισμα να τρίζει· εκείνος έγειρε μπροστά, με τους αγκώνες στα γόνατα, σαν να μην ήθελε να τη χάσει από το οπτικό του πεδίο. Δεν μίλησε. Αυτό την έκανε να σταματήσει. Το βήμα της έμεινε μετέωρο.
«Μη φεύγεις έτσι…» Η φωνή του έσπασε τον αέρα. Στάθηκε στη μέση του δρόμου. Δεν γύρισε — όχι ακόμη. Πλησίασε αργά.
«Δεν θέλω να σε πληγώσω άλλο. Αλλά δεν ξέρω πώς να σε αφήσω…»
Γύρισε.
«Με ποιον τρόπο με πληγώνεις φαντάζεσαι; Με το να μένεις ή με το να φεύγεις;» Ο θυμός της ανέβαινε, κι όμως, μόνο που άκουγε την ανάσα του, τα πόδια λύγιζαν.
«Κι εγώ δεν ξέρω…» είπε. «Όποτε μένω, σε βλέπω να σπας. Όποτε φεύγω, σπάω εγώ. Κι όμως, πάντα γυρίζω εδώ — δεν ξέρω να υπάρχω αλλιώς.»
Η Ελένη πήρε βαθιά ανάσα. Τα βήματά της ακούστηκαν αποφασιστικά. Στάθηκε μπροστά του, τα μάτια καρφωμένα στα δικά του.
«Σπάω; Εγώ σπάω; Πότε με είδες να σπάω;» Το χέρι της χτύπησε με δύναμη το στήθος του. «Πες μου πότε! Εσύ, το λες αυτό για να φεύγεις!» Τα χτυπήματα συνέχισαν, τα μάτια της έτρεχαν. Κουράστηκε, σταμάτησε· το κεφάλι της ακούμπησε στο στήθος του.
«Σταμάτα να φεύγεις… ή σταμάτα να μένεις.»
Ένιωσε τα χτυπήματά της σαν μαχαιριές και χάδι μαζί. Δεν κουνήθηκε. Όταν το κεφάλι της βρήκε καταφύγιο, σήκωσε το χέρι και το άφησε πάνω στα μαλλιά της.
«Δεν μπορώ μακριά σου… και δεν μπορώ να σε έχω όπως θέλω» ψιθύρισε. «Γι’ αυτό φεύγω — και πάντα επιστρέφω. Εσύ είσαι το σπίτι που δεν μπορώ να κατοικήσω και δεν μπορώ να ξεχάσω.»
Σήκωσε το κεφάλι της.
«Εγώ μπορώ να σε έχω όπως θέλω; Γιατί εμένα μου αρκεί αυτό; Έστω ένα λεπτό τη φορά, μια στιγμή, και νομίζω πως ο κόσμος είναι δικός μου. Εγώ γιατί δεν φεύγω; Μ’ αγαπάς, λες; Όχι — δεν μ’ αγαπάς. Μόνο εγώ σ’ αγαπώ. Μόνο εγώ!» Τα μάτια του σκοτείνιασαν. Κράτησε το πρόσωπό της με τα δυο του χέρια.
«Μην το ξαναπείς αυτό» είπε, και η φωνή του έσπαγε. «Αν ήξερες πόσες φορές σε αγάπησα στη σιωπή… πόσες νύχτες με κρατούσε όρθιο η σκέψη σου… Δεν ξέρω να το δείχνω. Μα αν αυτό δεν είναι αγάπη, τότε δεν ξέρω τι είναι.»
Εκείνη δεν ήθελε να τον πιστέψει — η καρδιά της ήθελε. Τα χέρια της τύλιξαν για μια στιγμή τη μέση του και τραβήχτηκαν σαν ένοχα. Γύρισε σαν έτοιμη να φύγει — ξανακοίταξε.
«Αν φύγεις τώρα, θα σε αφήσω» της είπε χαμηλόφωνα. «Αν μείνεις, δεν θα ξανακάνω βήμα πίσω. Ούτε μισό. Διάλεξε εσύ. Πού θες να σταθώ;»
Σήκωσε το πηγούνι. Δεν είχε πια δάκρυα· μόνο φωτιά.
«Στάσου εκεί που είμαι εγώ. Μη με κυνηγάς. Μη με χάνεις. Στάσου εδώ — μαζί μου.» Έκανε ένα βήμα και δεν έφυγε. Τα χέρια της τον βρήκαν ξανά — κι έμειναν.
«Φοίβο… δεν με μοιράζεσαι πια με κανέναν. Χώρισα!»
Η καρδιά του σταμάτησε , η αναπνοή του σταμάτησε… η γη σταμάτησε. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα και τα σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του. Μια φράση έβγαινε συνέχεια απ’ το στόμα του «θεέ μου δεν το πιστεύω!» Πηγαινορχόταν μέσα σ’ ένα τετραγωνικό μέτρο και γελούσε κι έκλαιγε. Σταμάτησε μπροστά της… άπλωσε τα χέρια μπροστά, σε μια τεράστια αγκαλιά που λες και ήθελε να αγκαλιάσει όλη τη γη.
«Ελένη, Ελένη μου…. Έχω χωρίσει από τότε που αποφασίσαμε να είμαστε μαζί!»
«Τι?» το σαστισμένο της βλέμμα έδειχνε πως αυτή η πληροφορία δε μπορούσε να χωρέσει πουθενά μέσα στο κεφάλι της. Η φωνή της είχε χαθεί και το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να τον αγκαλιάσει μ όλη της την δύναμη. Γελούσε κι έκλαιγε κι εκείνη τώρα…
«Γιατί δεν μου το είπες?» ρώτησε, τρίβοντας το μάγουλό της στο στέρνο του.
«Για να σε πιέσω? Δεν έφτανε που το έκανα… φεύγοντας? » Την έσφιξε πάνω του, φίλησε τα μαλλιά της, το πρόσωπό της.
«Στο ορκίζομαι… δεν θα ξαναφύγω ποτέ. Ποτέ!» Το χαμόγελό της ζέστανε τα πάντα. Πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του, τα μάτια του βυθίστηκαν στα δικά της.
«Σ’ αγαπώ τόσο πολύ.» Η φωνή του έσπασε καθώς το έλεγε, σαν να λυτρώθηκε. Κι εκείνη, για πρώτη φορά, δεν αμφέβαλε. Το ένιωσε σε κάθε δάκρυ του, σε κάθε του φιλί. Τα χείλη της βρήκαν τα δικά του και η υπόσχεση έγινε κοινή ανάσα. Ό,τι είχαν χάσει, ό,τι είχαν σπάσει, ό,τι είχαν φοβηθεί… έσβησε εκείνο το λεπτό. Σαν ο χρόνος να σταμάτησε μόνο γι’ αυτούς τους δύο. Ήταν Παρασκευή. Η Παρασκευή του αδύνατου — κι αυτή τη φορά, δική τους.

Negroni (Νεγκρόνι)
—————————-

30 ml London dry gin
30 ml κόκκινο γλυκό βερμούτ (Cocchi di Torino/Carpano antica formula/Cinzano 1757)
30 ml campari bitter

Εκτέλεση

Πηγή: https://www.argiro.gr/recipe/negroni/

  1. Το νεγκρόνι αποτελείται από 3 βασικά συστατικά, τα οποία τα χρησιμοποιούμε σε ισόποσες αναλογίες.
  2. Αποτελείται λοιπόν από ένα μέρος Gin τύπου London dry gin της επιλογής μας, από ένα μέρος γλυκού βερμούτ ή blend από γλυκά βερμούτ της επιλογής μας και ένα μέρος από Campari bitter. Όσον αφορά το Campari δεν το διαπραγματεύομαι ιδιαίτερα, γιατί θεωρώ πως είναι το ιδανικό Italian bitter liqueur για το συγκεκριμένο κοκτέιλ.
  3. Για να φτιάξουμε το negroni, αναδεύουμε τα 3 συστατικά σε ένα μεγάλο γυάλινο δοχείο ανάδευσης (mixing glass) για περίπου 20 δευτερόλεπτα.
  4. Σουρώνουμε σε παγωμένο (από την κατάψυξη) ποτήρι τύπου old fashioned, με καλό ξηρό και καθαρό πάγο, ή ιδανικά με ice block ή ice ball.
  5. Γαρνίρουμε και αρωματίζουμε το νεγκρόνι με φλούδα από πορτοκάλι ή φλούδα λεμόνι. Και τα δύο δουλεύουν μια χαρά στο ποτό!
  6. Εάν δεν έχετε δοχείο ανάδευσης, που είναι και το πιο πιθανό σενάριο, ανακατεύουμε μέσα στο ποτήρι μας, κανένα πρόβλημα!

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΓΚΡΟΝΙ

  1. Το νεγκρόνι είναι ένα χαμηλόβαθμο αλκοολικά ποτό (γύρω στους 33% περίπου αλκοολικούς βαθμούς). Aνήκει στην κατηγορία των aperitivo cocktail, κοκτέιλ δηλαδή που πίνουμε πριν από ένα δείπνο, για να μας ανοίξουν την όρεξη πριν το φαγητό.
  2. Εγώ βέβαια το πίνω εξίσου ευχάριστα να σας πω την αλήθεια και σαν digestif cocktail. Η γλυκά του, αλλά και η ταυτόχρονη πίκρα της επίγευσής του με βοηθούν και στο να γλυκαθώ μετά από ένα όμορφο και χορταστικό δείπνο, αντικαθιστώντας το επιδόρπιο ή μαζί με το γλυκό (μερακλής βλέπετε), αλλά και να χωνέψω, χάρη στα πικρά στοιχεία που περιέχονται στο ποτό Campari.
  3. Είναι ένα πολύ νόστιμο και ισορροπημένο κοκτέιλ, σαγηνευτικό και παιχνιδιάρικο, με μια μοναδική ισορροπία ανάμεσα στο γλυκό και το πικρό! Έχει δηλαδή την ισορροπία της απλότητας, μα ταυτόχρονα και έναν πολύπλοκο μυστήριο αρωματικό χαρακτήρα, στοιχεία που το καθιστούν ως ένα από τα πιο επιτυχημένα και πιο δημοφιλή κοκτέιλ όλων των εποχών.
  4. Δημιουργός του ποτού νεγκρόνι θεωρείται ότι είναι ο Forsco Scarselli, bartender του Caffé Casoni (σημερινό Caffé Roberto Cavalli) στη Φλωρεντία, το έτος 1919. Ο Forsco έφτιαξε αυτό το ποτό για λογαριασμό του Conte Camillo Negroni, έπειτα από απαίτηση του ίδιου να αντικαταστήσει την σόδα στο κλασικό Americano cocktail που έπινε. Του πρόσθεσε κάτι πιο βαρύ αλκοολικά όπως το τζιν, πιθανότατα μια μέρα που γι’ αυτόν δεν ήταν εύκολη και συνηθισμένη!
  5. Το αποτέλεσμα ήταν να φτιάξει ένα πολύ νόστιμο, ιδιαίτερο και ισορροπημένο ποτό, που λάτρεψε προφανώς ο Camillo Negroni. Τιμής ένεκεν του ίδιου, δόθηκε και το όνομα του στο καινούργιο αυτό κοκτέιλ!
  6. Σας ευχαριστούμε από τα βάθη της καρδιάς μας Frosco Scarselli και count Camillo Negroni. Χάρη σε εσάς άλλαξαν οι αλκοολικές μας συνήθειες μια για πάντα!
  7. Ευχαριστούμε τον bar tender-bar consultant Γιάννη Κορυζή.

You may also like

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *