Ο τόπος που, τελικά, όλοι έχουμε κάποια σχέση μαζί του!
Αγαπημένη Κρήτη!!!
Όλα ξεκίνησαν απ’ την Ειρήνη. Απ’ αυτήν αγάπησα την Κρήτη, τους κρητικούς και την προφορά τους! Πραγματικά δεν θυμάμαι πόσες φορές έχω πάει στην Κρήτη κι έχω ζήσει τόσα πολλά εκεί που μπερδεύω το ένα ταξίδι με το άλλο. Πήγα μικρή, πήγα μεγάλη, πήγα με κοριτσοπαρέα, πήγα ερωτευμένη, πήγα ελεύθερη αλλά και παντρεμένη, πήγα και σα μάνα και σαν υπάλληλος.
Όταν είχα δει τα πρώτα τρέιλερ για την σειρά “το Νησί” η λέξη «λέπρα» κάτι ξύπνησε μέσα στον εγκέφαλό μου και ένα περίεργο συναίσθημα με κατέκλυσε. Κάτι σαν οικείο… σοκ! Σα να μου θύμιζε κάτι απ αυτά που είχα ζήσει. Θυμήθηκα την Ειρήνη που συχνά πυκνά πήγαινε στην Αγία Βαρβάρα, το νοσοκομείο. Την θυμάμαι να ξεκινάει γύρω στις τέσσερις το απόγευμα, με ένα διχτάκι στα χέρια, που μέσα είχε φρούτα, γλυκά ή φαγητό. Ρωτώντας και τη μάνα μου, ανέσυρα απ το μυαλό μου πολλές μνήμες.
Η Ειρήνη είχε μια ανιψιά, ξαδέρφης της κόρη, που αρρώστησε από λέπρα. Την πήγανε στην Σπιναλόγκα και μετά στο νοσοκομείο της Αγίας Βαρβάρας. Εκεί πήγαινε η Ειρήνη και την έβλεπε και πάντα γύριζε σχεδόν άρρωστη.
—Μια κούκλα ήταν… έλεγε στη μάνα μου κι έκλεγε, μια κούκλα και τώρα δε μπορώ να την κοιτάξω.
Παρ’ όλο που ήταν καλά πια, κανείς δεν πήγαινε να την δει. Μόνο οι γονείς είχαν έρθει δυο τρεις φορές. Τη μια φορά την θυμάμαι γιατί η Ειρήνη είχε κοιμηθεί στο σπίτι μας κι εγώ ήμουν πολύ χαρούμενη. Θυμάμαι τα δύο γεροντάκια να περιμένουν έξω απ το σπίτι το ταξί που είχε πάει να φέρει ο πατέρας μου για να τους πάει στην αγία Βαρβάρα. Όσο αυτοί περίμεναν εγώ με μια φίλη μου παίζαμε κουτσό και γελάγαμε δίπλα τους. Ούτε ήξερα ούτε φανταζόμουν τι πόνο κουβαλούσαν αυτοί οι άνθρωποι. Κάποτε είδα στην τηλεόραση ένα ντοκιμαντέρ για τους χανσενικούς. Σοκαρίστηκα και θυμάμαι ότι η μάνα μου, μου είπε να μην πω τίποτα στην Ειρήνη. Αλλά εγώ της το είπα και την έκανα να κλάψει την καημένη.
Σαν κομματάκια από παζλ, που τα περισσότερα έχουν χαθεί, θυμάμαι την ιστορία της ανιψιάς της. Ότι ήταν μια κοπελάρα σαν τα κρύα τα νερά, ότι πήγαν και την άφησαν σ’ ένα μέρος κι ότι πέρασαν πάνω από είκοσι χρόνια για να ξαναδεί τη μάνα της. Μάλλον σαν παραμύθι τα άκουγα εγώ όλα αυτά αλλά θυμάμαι πως μια φορά είχαμε πάει όλοι μαζί στη Αγια Βαρβάρα. Εγώ με τη μαμά μου είχαμε καθήσει σ’ ένα παγκάκι και περιμέναμε να γυρίσει η Ειρήνη. Θυμάμαι ότι κοιτούσα το κτίριο με φόβο σα να ήταν το σπίτι της φρίκης και ότι ήθελα να φύγουμε γρήγορα. Με πήρε η μάνα μου τότε και πήγαμε στην εκκλησία της αγίας Βαρβάρας ν’ ανάψουμε ένα κεράκι και μετά το ξέχασα το κτίριο.
Κάποιο καλοκαίρι που ο πατέρας μου ήταν στην Κρήτη πήραμε και την Ειρήνη μαζί μας. Θυμάμαι πως ήθελε κάπου να πάει και η μάνα μου με τον πατέρα μου το κανονίζανε. Ίσως φανταζόμουν ότι ήθελε να πάει στα Χανιά αφού από κει ήταν. Αλλά στα Χανιά δεν πήγαμε. Εκεί που πήγαμε εγώ έκανα μπάνιο, έφαγα βρήκα και κάτι κοριτσάκια για παρέα και γενικά πέρασα καλά. Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο. Η μάνα μου λέει πως είχαμε πάει στην Πλάκα για να δει η Ειρήνη την Σπιναλόγκα.
Πριν 3-4 χρόνια ξαναβρέθηκα στην Πλάκα. Στην διαδρομή από Ελούντα για Πλάκα δεν άφησα απ’ τα μάτια μου την Σπιναλόγκα και με κόπο συγκρατούσα τον εαυτό μου να μην κλάψει. Φτάνοντας στην Πλάκα και αναγνωρίζοντας σε κάποιο βαθμό το μέρος, φαντάστηκα ότι ένιωθα έτσι επειδή μου θύμιζε τον πατέρα μου και την Ειρήνη. Προφανώς όμως το υποσυνείδητό μου ήξερε περισσότερα!
Είδα την σειρά “το Νησί” έχοντας συνεχώς στο μυαλό μου τη Μερόπη, την ανηψιά της Ειρήνης. Η τυχερή γενιά της Σπιναλόγκας που θεραπεύτηκε. Πόσο τυχερή ήταν αυτή η γενιά όμως; Για τους περισσότερους απ’ αυτούς η ανακάλυψη του φαρμάκου ήταν ένας δεύτερος ξεριζωμός. Και η νέα τους ζωή που ήταν; Μέσα σ’ ένα κακοδιατηρημένο νοσοκομείο μακριά απ’ τα σπίτια τους και το θαλασσινό αεράκι!
Σκέφτομαι κι αναρωτιέμαι γιατί έπρεπε να κλείσει η Σπιναλόγκα; Δε μπορούσαν απλά ν’ ανοίξουν τα … σύνορα και να ζήσουν οι άνθρωποι αυτοί εκεί που ρίζωσαν τη δεύτερη ζωή τους; Έπρεπε να ζήσουν και Τρίτη τραγική ζωή;